Greek Words and Phrases
- ἀγοράζω: 1: 1: 1
- ἀγοράζω: 1 2
- ἀκίνητα κινεῖν: 1
- ἀκατάλλακτος: 1
- ἀλλάττω: 1
- ἀνήνεγκε: 1
- ἀνήνεγκεν: 1
- ἀναμφισβήτητον: 1
- ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρός: 1
- ἀντί: 1 2
- ἀντίλυτρον: 1 2
- ἀντανάκλασις: 1 2
- ἀπαράβατον ἱερωσύνην: 1
- ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην: 1
- ἀπολύτρωσις: 1 2
- ἀποπομπαῖος: 1
- ἁγιάζω: 1
- ἁγιασμός: 1
- ἁμαρτία: 1 2
- ἄλλον παράκλητον: 1
- ἄνθρωπον: 1
- Ἀγνώστῳ Θεῷ: 1
- Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις κύριε: 1
- Ἀορίστως: 1
- Ἁμαρτίαν ἐποίησε: 1
- ἐκένωσε: 1
- ἐκκλησία καθολική: 1
- ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ: 1
- ἐν Χριστῷ: 1
- ἐν γαστρὶ ἔχουσα: 1
- ἐν παντὶ τόπῳ·: 1
- ἐνσάρκωσις: 1
- ἐπὶ πᾶσαν σάρκα·: 1
- ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης: 1
- ἐπι τὸν Κύριον: 1
- ἐπικατάρατος: 1
- ἐρχόμενον: 1
- ἐφάπαξ: 1
- ἔγγυος: 1 2
- ἠγάπησε: 1
- ἠμάπησαν: 1
- ἡγιασμένοι μόσχοι: 1
- ἰλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ: 1
- ἱλάσκομαι: 1
- ἱλάω: 1
- ἱλασμός: 1 2 3 4 5
- ἱλαστήριον: 1 2 3 4 5
- ἵεμαι λάειν: 1
- ἵνα: 1
- ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων: 1
- ἵνα σωθῇ: 1
- Ἱλάσθητί μοι: 1 2
- Ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1 2
- Ἱλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν: 1
- Ἱλασμός: 1
- Ἵλεως ἔσομαι: 1
- Ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ·: 1
- Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων: 1
- ὁ αἴρων: 1
- ὁ παράκλητος: 1
- ὁλικῶς·: 1
- ὁρισθείς: 1
- ὅλος ὁ κόσμος: 1
- ὅλου τοῦ κόσμου: 1
- ὅλως: 1
- ὅπερ ἔδει δείξαι: 1
- Ὀλικῶς: 1
- Ὀφθαλμὸς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ: 1
- Ὁ αἴρων: 1
- Ὁ κόσμος ὅλος: 1
- Ὁς ἀνήνεγκεν: 1
- Ὄφις ἀντὶ ἰχθύος: 1
- Ὅτι οὔτε τὸν Χριστόν ποτε καταλείπειν δυνησόμεθα τὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου τῶν σωζωμένων σωτηρίας παθόντα, οὔτε ἕτερον τιμῇ σέβειν.: 1
- ὑπὲρ Χριστοῦ: 1 2
- ὑπὲρ πάντων: 1 2
- ὑπὲρ παντός: 1 2 3
- ὑπὲρ τῶν αδελφῶν: 1
- ὑπέρ: 1 2
- ὑπόδικος: 1
- ὑπέρογκα ματαιότητος: 1
- Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν: 1
- Ὦ τᾶν ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;: 1
- ῥητῶς: 1
- Γενόμενος κατάρα: 1
- Δεσπότης: 1 2 3 4
- Διὰ τὴν ἀγάπην ἣν ἔσχεν πρὸς ἡμᾶς τὸ αἷμα αὐτοῦ ἔδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν ἐν θελήματι αὐτοῦ καὶ τὴν σάρκα ὑπὲρ τῆς σαρκὸς ἡμῶν καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὲρ ψυχῶν ἡμῶν.: 1
- Διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος: 1
- Εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1
- Θεῷ προσήκοντι: 1
- Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν: 1
- Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν: 1
- Κύριος: 1
- Καὶ μὴ θαυμάσῃς εἰ κόσμος ὅλος ἐλυτρώθη, οὐ γὰρ ἦν ἄνθρωπος ψιλὸς ἀλλὰ υἱὸς Θεοῦ μονογενὴς ὁ ὑπεραποθνήσκων — καὶ εἰ τότε διὰ τὸ ξύλον τῆς βρώσεως ἐξεβλήθησαν ἐκ παραδείσου, ἆρα διὰ τὸ ξύλον Ἰησοῦ νῦν εὐκοπώτερον οἱ πιστεύοντες εἰς παράδεισον οὐκ εἰσελεύσονται;: 1
- Καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ: 1
- Κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ: 1
- Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν: 1
- Μόνῳ σοφῷ Θεῷ, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.: 1
- Μερικῶς: 1
- Νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον, καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον: 1
- Οὔτε δυωδέκατος οὐδ’ ἐν λόγῳ οὐδ’ ἐν ἀριθμῷ: 1
- Οὗτός ἐστιν ἡ πάντων ζωή, καὶ ὡς πρόβατον ὑπὲρ, τῆς πάντων σωτηρίας ἀντίψυχον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα εἰς θάνατον παραδούς.: 1
- Οὗτός ἐστιν ἡ πρὸς τὸν Πατέρα ἄγουσα ὁδός, ἡ πέτρα, ὁ φραγμός, ἡ κλείς, ὁ ποιμήν, τὸ ἱερεῖον, ἡ θύρα τῆς γνώσεως δι’ ἧς εἰσῆλθον Αβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Μωσῆς, καὶ ὁ σύμπας τῶν προφητῶν χορός, καὶ οἱ στύλοι τοῦ κόσμου οἱ απόστολοι καὶ ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ ἧς, φερνῆς λόγῳ, ἐξέχεε τὸ οἰκεῖον αἷμα ἵνα αὐτὴν ἐξαγοράσῃ.: 1
- Παρέδωκεν ἑαυτὸν προσφορὰν καὶ θυσίαν: 1
- Περιεποιήσατο: 1
- Πλήρωμα, Αἰών, Τέλειος, Βυθός, Σιγή: 1
- Πνεύματος ἁγίου: 1
- Πνεύματος αἰωνίου: 1
- Τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη: 1
- αἰών: 1
- αὐτάρκεια: 1
- αντίλυτρον: 1
- διὰ Χρίστου: 1
- διὰ δικαιώματος τοῦ ἑνός: 1
- διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως: 1
- διὰ τοῦ φωτός: 1
- δι’ ἑνὸς δικαιώματος: 1
- δι’ αὐτοῦ: 1
- δοῦναι τὴν ψυχὴν αὑτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν: 1 2
- εἰς ἀπολύτρωσιν παραβάσεων·: 1
- εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης: 1
- εἰς τὰ ἴδια: 1
- εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1
- εἰς τὸ φῶς: 1
- εὐαρεστεῖται: 1
- ζωοποιεῖν: 1
- ζωοποιηθήσονται: 1
- θέλειν τινὶ τὸ ἀγαθόν: 1
- θεοπρεπῶς: 1
- θυσία: 1
- κόσμος: 1
- καὶ: 1
- καὶ οἱ ἴδιοι: 1
- καθὼς καὶ ἐν παντὶ τῷ κόσμῳ: 1
- κατὰ πάντας: 1
- κατὰ συμβεβηκός: 1
- κατὰ τὴν ἀλήθειαν: 1
- κατὰ τὴν δόξαν: 1
- κατὰ τὸ βίαιον: 1
- κατὰ τὸ εἷναι: 1
- κατὰ τὸ φαίνεσθαι: 1
- κατ’ ἐξοχήν·: 1
- καταλλάσσω: 1
- καταλλάττονται: 1
- καταλλαγή: 1 2
- λύτρον: 1 2 3
- λύτρου: 1
- λύτρωσις: 1
- μένει: 1
- μένομεν ὥσπερ ἐσμέν: 1
- μᾶλλον: 1
- μερικῶς·: 1
- νουθετική: 1
- οἱ: 1
- οὐκ ἐφείσατο: 1
- οὔτε τρίτος οὔτε τέταρτος: 1
- πάντα τὰ τετράποδα: 1
- πάντας: 1
- πάντες: 1 2
- πᾶν λάχανον: 1 2
- πᾶσα ἡ Ἰουδαία, καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου: 1
- πᾶσαν νόσον: 1
- παραδειγματική: 1
- παρορᾶματα: 1
- πολύσημον: 1 2
- πρῶτον ψεῦδος: 1 2
- προσφορά: 1
- προσφορά·: 1
- σὺν Θεῷ: 1
- σώσεις: 1
- συνεκδοχικῶς: 1
- σωματικῶς: 1
- τὴν ἁμαρτίαν: 1
- τὴν καταλλαγήν: 1
- τὸ ζωοποιοῦν: 1
- τὸ κρινόμενον: 1
- τύπος: 1
- τῷ κατηγόρῳ: 1
- τῷ μάλιστα αὐτῷ ἀρέσκοντι τρόπῳ: 1
- τοῦ ἐν ἀρχῇ: 1
- τοῦ κόσμου: 1
- φῶς: 1
- φάρμακον πάνσοφον: 1
- φιλανθρωπία: 1
- φωτισμός: 1
- χάσμα μέγα: 1
- χιτῶνα ἡγιασμένον: 1
- ἀγοράζω: 1: 1
- ἀγοράζω: 1 2
- ἀκίνητα κινεῖν: 1
- ἀκατάλλακτος: 1
- ἀλλάττω: 1
- ἀνήνεγκε: 1
- ἀνήνεγκεν: 1
- ἀναμφισβήτητον: 1
- ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρός: 1
- ἀντί: 1 2
- ἀντίλυτρον: 1 2
- ἀντανάκλασις: 1 2
- ἀπαράβατον ἱερωσύνην: 1
- ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην: 1
- ἀπολύτρωσις: 1 2
- ἀποπομπαῖος: 1
- ἁγιάζω: 1
- ἁγιασμός: 1
- ἁμαρτία: 1 2
- ἄλλον παράκλητον: 1
- ἄνθρωπον: 1
- Ἀγνώστῳ Θεῷ: 1
- Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις κύριε: 1
- Ἀορίστως: 1
- Ἁμαρτίαν ἐποίησε: 1
- ἐκένωσε: 1
- ἐκκλησία καθολική: 1
- ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ: 1
- ἐν Χριστῷ: 1
- ἐν γαστρὶ ἔχουσα: 1
- ἐν παντὶ τόπῳ·: 1
- ἐνσάρκωσις: 1
- ἐπὶ πᾶσαν σάρκα·: 1
- ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης: 1
- ἐπι τὸν Κύριον: 1
- ἐπικατάρατος: 1
- ἐρχόμενον: 1
- ἐφάπαξ: 1
- ἔγγυος: 1 2
- ἠγάπησε: 1
- ἠμάπησαν: 1
- ἡγιασμένοι μόσχοι: 1
- ἰλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ: 1
- ἱλάσκομαι: 1
- ἱλάω: 1
- ἱλασμός: 1 2 3 4 5
- ἱλαστήριον: 1 2 3 4 5
- ἵεμαι λάειν: 1
- ἵνα: 1
- ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων: 1
- ἵνα σωθῇ: 1
- Ἱλάσθητί μοι: 1 2
- Ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1 2
- Ἱλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν: 1
- Ἱλασμός: 1
- Ἵλεως ἔσομαι: 1
- Ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ·: 1
- Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων: 1
- ὁ αἴρων: 1
- ὁ παράκλητος: 1
- ὁλικῶς·: 1
- ὁρισθείς: 1
- ὅλος ὁ κόσμος: 1
- ὅλου τοῦ κόσμου: 1
- ὅλως: 1
- ὅπερ ἔδει δείξαι: 1
- Ὀλικῶς: 1
- Ὀφθαλμὸς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ: 1
- Ὁ αἴρων: 1
- Ὁ κόσμος ὅλος: 1
- Ὁς ἀνήνεγκεν: 1
- Ὄφις ἀντὶ ἰχθύος: 1
- Ὅτι οὔτε τὸν Χριστόν ποτε καταλείπειν δυνησόμεθα τὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου τῶν σωζωμένων σωτηρίας παθόντα, οὔτε ἕτερον τιμῇ σέβειν.: 1
- ὑπὲρ Χριστοῦ: 1 2
- ὑπὲρ πάντων: 1 2
- ὑπὲρ παντός: 1 2 3
- ὑπὲρ τῶν αδελφῶν: 1
- ὑπέρ: 1 2
- ὑπόδικος: 1
- ὑπέρογκα ματαιότητος: 1
- Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν: 1
- Ὦ τᾶν ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;: 1
- ῥητῶς: 1
- Γενόμενος κατάρα: 1
- Δεσπότης: 1 2 3 4
- Διὰ τὴν ἀγάπην ἣν ἔσχεν πρὸς ἡμᾶς τὸ αἷμα αὐτοῦ ἔδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν ἐν θελήματι αὐτοῦ καὶ τὴν σάρκα ὑπὲρ τῆς σαρκὸς ἡμῶν καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὲρ ψυχῶν ἡμῶν.: 1
- Διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος: 1
- Εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1
- Θεῷ προσήκοντι: 1
- Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν: 1
- Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν: 1
- Κύριος: 1
- Καὶ μὴ θαυμάσῃς εἰ κόσμος ὅλος ἐλυτρώθη, οὐ γὰρ ἦν ἄνθρωπος ψιλὸς ἀλλὰ υἱὸς Θεοῦ μονογενὴς ὁ ὑπεραποθνήσκων — καὶ εἰ τότε διὰ τὸ ξύλον τῆς βρώσεως ἐξεβλήθησαν ἐκ παραδείσου, ἆρα διὰ τὸ ξύλον Ἰησοῦ νῦν εὐκοπώτερον οἱ πιστεύοντες εἰς παράδεισον οὐκ εἰσελεύσονται;: 1
- Καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ: 1
- Κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ: 1
- Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν: 1
- Μόνῳ σοφῷ Θεῷ, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.: 1
- Μερικῶς: 1
- Νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον, καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον: 1
- Οὔτε δυωδέκατος οὐδ’ ἐν λόγῳ οὐδ’ ἐν ἀριθμῷ: 1
- Οὗτός ἐστιν ἡ πάντων ζωή, καὶ ὡς πρόβατον ὑπὲρ, τῆς πάντων σωτηρίας ἀντίψυχον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα εἰς θάνατον παραδούς.: 1
- Οὗτός ἐστιν ἡ πρὸς τὸν Πατέρα ἄγουσα ὁδός, ἡ πέτρα, ὁ φραγμός, ἡ κλείς, ὁ ποιμήν, τὸ ἱερεῖον, ἡ θύρα τῆς γνώσεως δι’ ἧς εἰσῆλθον Αβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Μωσῆς, καὶ ὁ σύμπας τῶν προφητῶν χορός, καὶ οἱ στύλοι τοῦ κόσμου οἱ απόστολοι καὶ ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ ἧς, φερνῆς λόγῳ, ἐξέχεε τὸ οἰκεῖον αἷμα ἵνα αὐτὴν ἐξαγοράσῃ.: 1
- Παρέδωκεν ἑαυτὸν προσφορὰν καὶ θυσίαν: 1
- Περιεποιήσατο: 1
- Πλήρωμα, Αἰών, Τέλειος, Βυθός, Σιγή: 1
- Πνεύματος ἁγίου: 1
- Πνεύματος αἰωνίου: 1
- Τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη: 1
- αἰών: 1
- αὐτάρκεια: 1
- αντίλυτρον: 1
- διὰ Χρίστου: 1
- διὰ δικαιώματος τοῦ ἑνός: 1
- διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως: 1
- διὰ τοῦ φωτός: 1
- δι’ ἑνὸς δικαιώματος: 1
- δι’ αὐτοῦ: 1
- δοῦναι τὴν ψυχὴν αὑτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν: 1 2
- εἰς ἀπολύτρωσιν παραβάσεων·: 1
- εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης: 1
- εἰς τὰ ἴδια: 1
- εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1
- εἰς τὸ φῶς: 1
- εὐαρεστεῖται: 1
- ζωοποιεῖν: 1
- ζωοποιηθήσονται: 1
- θέλειν τινὶ τὸ ἀγαθόν: 1
- θεοπρεπῶς: 1
- θυσία: 1
- κόσμος: 1
- καὶ: 1
- καὶ οἱ ἴδιοι: 1
- καθὼς καὶ ἐν παντὶ τῷ κόσμῳ: 1
- κατὰ πάντας: 1
- κατὰ συμβεβηκός: 1
- κατὰ τὴν ἀλήθειαν: 1
- κατὰ τὴν δόξαν: 1
- κατὰ τὸ βίαιον: 1
- κατὰ τὸ εἷναι: 1
- κατὰ τὸ φαίνεσθαι: 1
- κατ’ ἐξοχήν·: 1
- καταλλάσσω: 1
- καταλλάττονται: 1
- καταλλαγή: 1 2
- λύτρον: 1 2 3
- λύτρου: 1
- λύτρωσις: 1
- μένει: 1
- μένομεν ὥσπερ ἐσμέν: 1
- μᾶλλον: 1
- μερικῶς·: 1
- νουθετική: 1
- οἱ: 1
- οὐκ ἐφείσατο: 1
- οὔτε τρίτος οὔτε τέταρτος: 1
- πάντα τὰ τετράποδα: 1
- πάντας: 1
- πάντες: 1 2
- πᾶν λάχανον: 1 2
- πᾶσα ἡ Ἰουδαία, καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου: 1
- πᾶσαν νόσον: 1
- παραδειγματική: 1
- παρορᾶματα: 1
- πολύσημον: 1 2
- πρῶτον ψεῦδος: 1 2
- προσφορά: 1
- προσφορά·: 1
- σὺν Θεῷ: 1
- σώσεις: 1
- συνεκδοχικῶς: 1
- σωματικῶς: 1
- τὴν ἁμαρτίαν: 1
- τὴν καταλλαγήν: 1
- τὸ ζωοποιοῦν: 1
- τὸ κρινόμενον: 1
- τύπος: 1
- τῷ κατηγόρῳ: 1
- τῷ μάλιστα αὐτῷ ἀρέσκοντι τρόπῳ: 1
- τοῦ ἐν ἀρχῇ: 1
- τοῦ κόσμου: 1
- φῶς: 1
- φάρμακον πάνσοφον: 1
- φιλανθρωπία: 1
- φωτισμός: 1
- χάσμα μέγα: 1
- χιτῶνα ἡγιασμένον: 1
- ἀγοράζω: 1
- ἀγοράζω: 1 2
- ἀκίνητα κινεῖν: 1
- ἀκατάλλακτος: 1
- ἀλλάττω: 1
- ἀνήνεγκε: 1
- ἀνήνεγκεν: 1
- ἀναμφισβήτητον: 1
- ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρός: 1
- ἀντί: 1 2
- ἀντίλυτρον: 1 2
- ἀντανάκλασις: 1 2
- ἀπαράβατον ἱερωσύνην: 1
- ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην: 1
- ἀπολύτρωσις: 1 2
- ἀποπομπαῖος: 1
- ἁγιάζω: 1
- ἁγιασμός: 1
- ἁμαρτία: 1 2
- ἄλλον παράκλητον: 1
- ἄνθρωπον: 1
- Ἀγνώστῳ Θεῷ: 1
- Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις κύριε: 1
- Ἀορίστως: 1
- Ἁμαρτίαν ἐποίησε: 1
- ἐκένωσε: 1
- ἐκκλησία καθολική: 1
- ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ: 1
- ἐν Χριστῷ: 1
- ἐν γαστρὶ ἔχουσα: 1
- ἐν παντὶ τόπῳ·: 1
- ἐνσάρκωσις: 1
- ἐπὶ πᾶσαν σάρκα·: 1
- ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης: 1
- ἐπι τὸν Κύριον: 1
- ἐπικατάρατος: 1
- ἐρχόμενον: 1
- ἐφάπαξ: 1
- ἔγγυος: 1 2
- ἠγάπησε: 1
- ἠμάπησαν: 1
- ἡγιασμένοι μόσχοι: 1
- ἰλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ: 1
- ἱλάσκομαι: 1
- ἱλάω: 1
- ἱλασμός: 1 2 3 4 5
- ἱλαστήριον: 1 2 3 4 5
- ἵεμαι λάειν: 1
- ἵνα: 1
- ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων: 1
- ἵνα σωθῇ: 1
- Ἱλάσθητί μοι: 1 2
- Ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1 2
- Ἱλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν: 1
- Ἱλασμός: 1
- Ἵλεως ἔσομαι: 1
- Ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ·: 1
- Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων: 1
- ὁ αἴρων: 1
- ὁ παράκλητος: 1
- ὁλικῶς·: 1
- ὁρισθείς: 1
- ὅλος ὁ κόσμος: 1
- ὅλου τοῦ κόσμου: 1
- ὅλως: 1
- ὅπερ ἔδει δείξαι: 1
- Ὀλικῶς: 1
- Ὀφθαλμὸς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ: 1
- Ὁ αἴρων: 1
- Ὁ κόσμος ὅλος: 1
- Ὁς ἀνήνεγκεν: 1
- Ὄφις ἀντὶ ἰχθύος: 1
- Ὅτι οὔτε τὸν Χριστόν ποτε καταλείπειν δυνησόμεθα τὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου τῶν σωζωμένων σωτηρίας παθόντα, οὔτε ἕτερον τιμῇ σέβειν.: 1
- ὑπὲρ Χριστοῦ: 1 2
- ὑπὲρ πάντων: 1 2
- ὑπὲρ παντός: 1 2 3
- ὑπὲρ τῶν αδελφῶν: 1
- ὑπέρ: 1 2
- ὑπόδικος: 1
- ὑπέρογκα ματαιότητος: 1
- Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν: 1
- Ὦ τᾶν ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;: 1
- ῥητῶς: 1
- Γενόμενος κατάρα: 1
- Δεσπότης: 1 2 3 4
- Διὰ τὴν ἀγάπην ἣν ἔσχεν πρὸς ἡμᾶς τὸ αἷμα αὐτοῦ ἔδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν ἐν θελήματι αὐτοῦ καὶ τὴν σάρκα ὑπὲρ τῆς σαρκὸς ἡμῶν καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὲρ ψυχῶν ἡμῶν.: 1
- Διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος: 1
- Εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1
- Θεῷ προσήκοντι: 1
- Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν: 1
- Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν: 1
- Κύριος: 1
- Καὶ μὴ θαυμάσῃς εἰ κόσμος ὅλος ἐλυτρώθη, οὐ γὰρ ἦν ἄνθρωπος ψιλὸς ἀλλὰ υἱὸς Θεοῦ μονογενὴς ὁ ὑπεραποθνήσκων — καὶ εἰ τότε διὰ τὸ ξύλον τῆς βρώσεως ἐξεβλήθησαν ἐκ παραδείσου, ἆρα διὰ τὸ ξύλον Ἰησοῦ νῦν εὐκοπώτερον οἱ πιστεύοντες εἰς παράδεισον οὐκ εἰσελεύσονται;: 1
- Καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ: 1
- Κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ: 1
- Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν: 1
- Μόνῳ σοφῷ Θεῷ, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.: 1
- Μερικῶς: 1
- Νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον, καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον: 1
- Οὔτε δυωδέκατος οὐδ’ ἐν λόγῳ οὐδ’ ἐν ἀριθμῷ: 1
- Οὗτός ἐστιν ἡ πάντων ζωή, καὶ ὡς πρόβατον ὑπὲρ, τῆς πάντων σωτηρίας ἀντίψυχον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα εἰς θάνατον παραδούς.: 1
- Οὗτός ἐστιν ἡ πρὸς τὸν Πατέρα ἄγουσα ὁδός, ἡ πέτρα, ὁ φραγμός, ἡ κλείς, ὁ ποιμήν, τὸ ἱερεῖον, ἡ θύρα τῆς γνώσεως δι’ ἧς εἰσῆλθον Αβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Μωσῆς, καὶ ὁ σύμπας τῶν προφητῶν χορός, καὶ οἱ στύλοι τοῦ κόσμου οἱ απόστολοι καὶ ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ ἧς, φερνῆς λόγῳ, ἐξέχεε τὸ οἰκεῖον αἷμα ἵνα αὐτὴν ἐξαγοράσῃ.: 1
- Παρέδωκεν ἑαυτὸν προσφορὰν καὶ θυσίαν: 1
- Περιεποιήσατο: 1
- Πλήρωμα, Αἰών, Τέλειος, Βυθός, Σιγή: 1
- Πνεύματος ἁγίου: 1
- Πνεύματος αἰωνίου: 1
- Τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη: 1
- αἰών: 1
- αὐτάρκεια: 1
- αντίλυτρον: 1
- διὰ Χρίστου: 1
- διὰ δικαιώματος τοῦ ἑνός: 1
- διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως: 1
- διὰ τοῦ φωτός: 1
- δι’ ἑνὸς δικαιώματος: 1
- δι’ αὐτοῦ: 1
- δοῦναι τὴν ψυχὴν αὑτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν: 1 2
- εἰς ἀπολύτρωσιν παραβάσεων·: 1
- εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης: 1
- εἰς τὰ ἴδια: 1
- εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1
- εἰς τὸ φῶς: 1
- εὐαρεστεῖται: 1
- ζωοποιεῖν: 1
- ζωοποιηθήσονται: 1
- θέλειν τινὶ τὸ ἀγαθόν: 1
- θεοπρεπῶς: 1
- θυσία: 1
- κόσμος: 1
- καὶ: 1
- καὶ οἱ ἴδιοι: 1
- καθὼς καὶ ἐν παντὶ τῷ κόσμῳ: 1
- κατὰ πάντας: 1
- κατὰ συμβεβηκός: 1
- κατὰ τὴν ἀλήθειαν: 1
- κατὰ τὴν δόξαν: 1
- κατὰ τὸ βίαιον: 1
- κατὰ τὸ εἷναι: 1
- κατὰ τὸ φαίνεσθαι: 1
- κατ’ ἐξοχήν·: 1
- καταλλάσσω: 1
- καταλλάττονται: 1
- καταλλαγή: 1 2
- λύτρον: 1 2 3
- λύτρου: 1
- λύτρωσις: 1
- μένει: 1
- μένομεν ὥσπερ ἐσμέν: 1
- μᾶλλον: 1
- μερικῶς·: 1
- νουθετική: 1
- οἱ: 1
- οὐκ ἐφείσατο: 1
- οὔτε τρίτος οὔτε τέταρτος: 1
- πάντα τὰ τετράποδα: 1
- πάντας: 1
- πάντες: 1 2
- πᾶν λάχανον: 1 2
- πᾶσα ἡ Ἰουδαία, καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου: 1
- πᾶσαν νόσον: 1
- παραδειγματική: 1
- παρορᾶματα: 1
- πολύσημον: 1 2
- πρῶτον ψεῦδος: 1 2
- προσφορά: 1
- προσφορά·: 1
- σὺν Θεῷ: 1
- σώσεις: 1
- συνεκδοχικῶς: 1
- σωματικῶς: 1
- τὴν ἁμαρτίαν: 1
- τὴν καταλλαγήν: 1
- τὸ ζωοποιοῦν: 1
- τὸ κρινόμενον: 1
- τύπος: 1
- τῷ κατηγόρῳ: 1
- τῷ μάλιστα αὐτῷ ἀρέσκοντι τρόπῳ: 1
- τοῦ ἐν ἀρχῇ: 1
- τοῦ κόσμου: 1
- φῶς: 1
- φάρμακον πάνσοφον: 1
- φιλανθρωπία: 1
- φωτισμός: 1
- χάσμα μέγα: 1
- χιτῶνα ἡγιασμένον: 1
- ἀγοράζω
- ἀγοράζω
- ἀκίνητα κινεῖν
- ἀκατάλλακτος
- ἀλλάττω
- ἀνήνεγκε
- ἀνήνεγκεν
- ἀναμφισβήτητον
- ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρός
- ἀντί
- ἀντίλυτρον
- ἀντανάκλασις
- ἀπαράβατον ἱερωσύνην
- ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην
- ἀπολύτρωσις
- ἀποπομπαῖος
- ἁγιάζω
- ἁγιασμός
- ἁμαρτία
- ἄλλον παράκλητον
- ἄνθρωπον
- Ἀγνώστῳ Θεῷ
- Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις κύριε
- Ἀορίστως
- Ἁμαρτίαν ἐποίησε
- ἐκένωσε
- ἐκκλησία καθολική
- ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ
- ἐν Χριστῷ
- ἐν γαστρὶ ἔχουσα
- ἐν παντὶ τόπῳ·
- ἐνσάρκωσις
- ἐπὶ πᾶσαν σάρκα·
- ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης
- ἐπι τὸν Κύριον
- ἐπικατάρατος
- ἐρχόμενον
- ἐφάπαξ
- ἔγγυος
- ἠγάπησε
- ἠμάπησαν
- ἡγιασμένοι μόσχοι
- ἰλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ
- ἱλάσκομαι
- ἱλάω
- ἱλασμός
- ἱλαστήριον
- ἵεμαι λάειν
- ἵνα
- ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων
- ἵνα σωθῇ
- Ἱλάσθητί μοι
- Ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ
- Ἱλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν
- Ἱλασμός
- Ἵλεως ἔσομαι
- Ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ·
- Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων
- ὁ αἴρων
- ὁ παράκλητος
- ὁλικῶς·
- ὁρισθείς
- ὅλος ὁ κόσμος
- ὅλου τοῦ κόσμου
- ὅλως
- ὅπερ ἔδει δείξαι
- Ὀλικῶς
- Ὀφθαλμὸς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ
- Ὁ αἴρων
- Ὁ κόσμος ὅλος
- Ὁς ἀνήνεγκεν
- Ὄφις ἀντὶ ἰχθύος
- Ὅτι οὔτε τὸν Χριστόν ποτε καταλείπειν δυνησόμεθα τὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου τῶν σωζωμένων σωτηρίας παθόντα, οὔτε ἕτερον τιμῇ σέβειν.
- ὑπὲρ Χριστοῦ
- ὑπὲρ πάντων
- ὑπὲρ παντός
- ὑπὲρ τῶν αδελφῶν
- ὑπέρ
- ὑπόδικος
- ὑπέρογκα ματαιότητος
- Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν
- Ὦ τᾶν ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;
- ῥητῶς
- Γενόμενος κατάρα
- Δεσπότης
- Διὰ τὴν ἀγάπην ἣν ἔσχεν πρὸς ἡμᾶς τὸ αἷμα αὐτοῦ ἔδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν ἐν θελήματι αὐτοῦ καὶ τὴν σάρκα ὑπὲρ τῆς σαρκὸς ἡμῶν καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὲρ ψυχῶν ἡμῶν.
- Διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος
- Εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ
- Θεῷ προσήκοντι
- Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν
- Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν
- Κύριος
- Καὶ μὴ θαυμάσῃς εἰ κόσμος ὅλος ἐλυτρώθη, οὐ γὰρ ἦν ἄνθρωπος ψιλὸς ἀλλὰ υἱὸς Θεοῦ μονογενὴς ὁ ὑπεραποθνήσκων — καὶ εἰ τότε διὰ τὸ ξύλον τῆς βρώσεως ἐξεβλήθησαν ἐκ παραδείσου, ἆρα διὰ τὸ ξύλον Ἰησοῦ νῦν εὐκοπώτερον οἱ πιστεύοντες εἰς παράδεισον οὐκ εἰσελεύσονται;
- Καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ
- Κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ
- Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν
- Μόνῳ σοφῷ Θεῷ, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
- Μερικῶς
- Νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον, καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον
- Οὔτε δυωδέκατος οὐδ’ ἐν λόγῳ οὐδ’ ἐν ἀριθμῷ
- Οὗτός ἐστιν ἡ πάντων ζωή, καὶ ὡς πρόβατον ὑπὲρ, τῆς πάντων σωτηρίας ἀντίψυχον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα εἰς θάνατον παραδούς.
- Οὗτός ἐστιν ἡ πρὸς τὸν Πατέρα ἄγουσα ὁδός, ἡ πέτρα, ὁ φραγμός, ἡ κλείς, ὁ ποιμήν, τὸ ἱερεῖον, ἡ θύρα τῆς γνώσεως δι’ ἧς εἰσῆλθον Αβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Μωσῆς, καὶ ὁ σύμπας τῶν προφητῶν χορός, καὶ οἱ στύλοι τοῦ κόσμου οἱ απόστολοι καὶ ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ ἧς, φερνῆς λόγῳ, ἐξέχεε τὸ οἰκεῖον αἷμα ἵνα αὐτὴν ἐξαγοράσῃ.
- Παρέδωκεν ἑαυτὸν προσφορὰν καὶ θυσίαν
- Περιεποιήσατο
- Πλήρωμα, Αἰών, Τέλειος, Βυθός, Σιγή
- Πνεύματος ἁγίου
- Πνεύματος αἰωνίου
- Τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη
- αἰών
- αὐτάρκεια
- αντίλυτρον
- διὰ Χρίστου
- διὰ δικαιώματος τοῦ ἑνός
- διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως
- διὰ τοῦ φωτός
- δι’ ἑνὸς δικαιώματος
- δι’ αὐτοῦ
- δοῦναι τὴν ψυχὴν αὑτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν
- εἰς ἀπολύτρωσιν παραβάσεων·
- εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης
- εἰς τὰ ἴδια
- εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ
- εἰς τὸ φῶς
- εὐαρεστεῖται
- ζωοποιεῖν
- ζωοποιηθήσονται
- θέλειν τινὶ τὸ ἀγαθόν
- θεοπρεπῶς
- θυσία
- κόσμος
- καὶ
- καὶ οἱ ἴδιοι
- καθὼς καὶ ἐν παντὶ τῷ κόσμῳ
- κατὰ πάντας
- κατὰ συμβεβηκός
- κατὰ τὴν ἀλήθειαν
- κατὰ τὴν δόξαν
- κατὰ τὸ βίαιον
- κατὰ τὸ εἷναι
- κατὰ τὸ φαίνεσθαι
- κατ’ ἐξοχήν·
- καταλλάσσω
- καταλλάττονται
- καταλλαγή
- λύτρον
- λύτρου
- λύτρωσις
- μένει
- μένομεν ὥσπερ ἐσμέν
- μᾶλλον
- μερικῶς·
- νουθετική
- οἱ
- οὐκ ἐφείσατο
- οὔτε τρίτος οὔτε τέταρτος
- πάντα τὰ τετράποδα
- πάντας
- πάντες
- πᾶν λάχανον
- πᾶσα ἡ Ἰουδαία, καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου
- πᾶσαν νόσον
- παραδειγματική
- παρορᾶματα
- πολύσημον
- πρῶτον ψεῦδος
- προσφορά
- προσφορά·
- σὺν Θεῷ
- σώσεις
- συνεκδοχικῶς
- σωματικῶς
- τὴν ἁμαρτίαν
- τὴν καταλλαγήν
- τὸ ζωοποιοῦν
- τὸ κρινόμενον
- τύπος
- τῷ κατηγόρῳ
- τῷ μάλιστα αὐτῷ ἀρέσκοντι τρόπῳ
- τοῦ ἐν ἀρχῇ
- τοῦ κόσμου
- φῶς
- φάρμακον πάνσοφον
- φιλανθρωπία
- φωτισμός
- χάσμα μέγα
- χιτῶνα ἡγιασμένον
- ἀγοράζω
- ἀκίνητα κινεῖν
- ἀκατάλλακτος
- ἀλλάττω
- ἀνήνεγκε
- ἀνήνεγκεν
- ἀναμφισβήτητον
- ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρός
- ἀντί
- ἀντίλυτρον
- ἀντανάκλασις
- ἀπαράβατον ἱερωσύνην
- ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην
- ἀπολύτρωσις
- ἀποπομπαῖος
- ἁγιάζω
- ἁγιασμός
- ἁμαρτία
- ἄλλον παράκλητον
- ἄνθρωπον
- Ἀγνώστῳ Θεῷ
- Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις κύριε
- Ἀορίστως
- Ἁμαρτίαν ἐποίησε
- ἐκένωσε
- ἐκκλησία καθολική
- ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ
- ἐν Χριστῷ
- ἐν γαστρὶ ἔχουσα
- ἐν παντὶ τόπῳ·
- ἐνσάρκωσις
- ἐπὶ πᾶσαν σάρκα·
- ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης
- ἐπι τὸν Κύριον
- ἐπικατάρατος
- ἐρχόμενον
- ἐφάπαξ
- ἔγγυος
- ἠγάπησε
- ἠμάπησαν
- ἡγιασμένοι μόσχοι
- ἰλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ
- ἱλάσκομαι
- ἱλάω
- ἱλασμός
- ἱλαστήριον
- ἵεμαι λάειν
- ἵνα
- ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων
- ἵνα σωθῇ
- Ἱλάσθητί μοι
- Ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ
- Ἱλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν
- Ἱλασμός
- Ἵλεως ἔσομαι
- Ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ·
- Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων
- ὁ αἴρων
- ὁ παράκλητος
- ὁλικῶς·
- ὁρισθείς
- ὅλος ὁ κόσμος
- ὅλου τοῦ κόσμου
- ὅλως
- ὅπερ ἔδει δείξαι
- Ὀλικῶς
- Ὀφθαλμὸς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ
- Ὁ αἴρων
- Ὁ κόσμος ὅλος
- Ὁς ἀνήνεγκεν
- Ὄφις ἀντὶ ἰχθύος
- Ὅτι οὔτε τὸν Χριστόν ποτε καταλείπειν δυνησόμεθα τὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου τῶν σωζωμένων σωτηρίας παθόντα, οὔτε ἕτερον τιμῇ σέβειν.
- ὑπὲρ Χριστοῦ
- ὑπὲρ πάντων
- ὑπὲρ παντός
- ὑπὲρ τῶν αδελφῶν
- ὑπέρ
- ὑπόδικος
- ὑπέρογκα ματαιότητος
- Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν
- Ὦ τᾶν ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;
- ῥητῶς
- Γενόμενος κατάρα
- Δεσπότης
- Διὰ τὴν ἀγάπην ἣν ἔσχεν πρὸς ἡμᾶς τὸ αἷμα αὐτοῦ ἔδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν ἐν θελήματι αὐτοῦ καὶ τὴν σάρκα ὑπὲρ τῆς σαρκὸς ἡμῶν καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὲρ ψυχῶν ἡμῶν.
- Διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος
- Εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ
- Θεῷ προσήκοντι
- Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν
- Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν
- Κύριος
- Καὶ μὴ θαυμάσῃς εἰ κόσμος ὅλος ἐλυτρώθη, οὐ γὰρ ἦν ἄνθρωπος ψιλὸς ἀλλὰ υἱὸς Θεοῦ μονογενὴς ὁ ὑπεραποθνήσκων — καὶ εἰ τότε διὰ τὸ ξύλον τῆς βρώσεως ἐξεβλήθησαν ἐκ παραδείσου, ἆρα διὰ τὸ ξύλον Ἰησοῦ νῦν εὐκοπώτερον οἱ πιστεύοντες εἰς παράδεισον οὐκ εἰσελεύσονται;
- Καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ
- Κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ
- Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν
- Μόνῳ σοφῷ Θεῷ, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
- Μερικῶς
- Νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον, καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον
- Οὔτε δυωδέκατος οὐδ’ ἐν λόγῳ οὐδ’ ἐν ἀριθμῷ
- Οὗτός ἐστιν ἡ πάντων ζωή, καὶ ὡς πρόβατον ὑπὲρ, τῆς πάντων σωτηρίας ἀντίψυχον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα εἰς θάνατον παραδούς.
- Οὗτός ἐστιν ἡ πρὸς τὸν Πατέρα ἄγουσα ὁδός, ἡ πέτρα, ὁ φραγμός, ἡ κλείς, ὁ ποιμήν, τὸ ἱερεῖον, ἡ θύρα τῆς γνώσεως δι’ ἧς εἰσῆλθον Αβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Μωσῆς, καὶ ὁ σύμπας τῶν προφητῶν χορός, καὶ οἱ στύλοι τοῦ κόσμου οἱ απόστολοι καὶ ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ ἧς, φερνῆς λόγῳ, ἐξέχεε τὸ οἰκεῖον αἷμα ἵνα αὐτὴν ἐξαγοράσῃ.
- Παρέδωκεν ἑαυτὸν προσφορὰν καὶ θυσίαν
- Περιεποιήσατο
- Πλήρωμα, Αἰών, Τέλειος, Βυθός, Σιγή
- Πνεύματος ἁγίου
- Πνεύματος αἰωνίου
- Τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη
- αἰών
- αὐτάρκεια
- αντίλυτρον
- διὰ Χρίστου
- διὰ δικαιώματος τοῦ ἑνός
- διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως
- διὰ τοῦ φωτός
- δι’ ἑνὸς δικαιώματος
- δι’ αὐτοῦ
- δοῦναι τὴν ψυχὴν αὑτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν
- εἰς ἀπολύτρωσιν παραβάσεων·
- εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης
- εἰς τὰ ἴδια
- εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ
- εἰς τὸ φῶς
- εὐαρεστεῖται
- ζωοποιεῖν
- ζωοποιηθήσονται
- θέλειν τινὶ τὸ ἀγαθόν
- θεοπρεπῶς
- θυσία
- κόσμος
- καὶ
- καὶ οἱ ἴδιοι
- καθὼς καὶ ἐν παντὶ τῷ κόσμῳ
- κατὰ πάντας
- κατὰ συμβεβηκός
- κατὰ τὴν ἀλήθειαν
- κατὰ τὴν δόξαν
- κατὰ τὸ βίαιον
- κατὰ τὸ εἷναι
- κατὰ τὸ φαίνεσθαι
- κατ’ ἐξοχήν·
- καταλλάσσω
- καταλλάττονται
- καταλλαγή
- λύτρον
- λύτρου
- λύτρωσις
- μένει
- μένομεν ὥσπερ ἐσμέν
- μᾶλλον
- μερικῶς·
- νουθετική
- οἱ
- οὐκ ἐφείσατο
- οὔτε τρίτος οὔτε τέταρτος
- πάντα τὰ τετράποδα
- πάντας
- πάντες
- πᾶν λάχανον
- πᾶσα ἡ Ἰουδαία, καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου
- πᾶσαν νόσον
- παραδειγματική
- παρορᾶματα
- πολύσημον
- πρῶτον ψεῦδος
- προσφορά
- προσφορά·
- σὺν Θεῷ
- σώσεις
- συνεκδοχικῶς
- σωματικῶς
- τὴν ἁμαρτίαν
- τὴν καταλλαγήν
- τὸ ζωοποιοῦν
- τὸ κρινόμενον
- τύπος
- τῷ κατηγόρῳ
- τῷ μάλιστα αὐτῷ ἀρέσκοντι τρόπῳ
- τοῦ ἐν ἀρχῇ
- τοῦ κόσμου
- φῶς
- φάρμακον πάνσοφον
- φιλανθρωπία
- φωτισμός
- χάσμα μέγα
- χιτῶνα ἡγιασμένον
VIEWNAME is
workSection