Index of Greek Words and Phrases
- Αγε νῦν οἱ λέγοντες Σήμερον ἢ αὔριον πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν καὶ ποιήσωμεν ἐκεῖ ἐνιαυτὸν καὶ ἐμπορευόωμεθα καὶ κερδήσωμεν·: 1
- Γεγονότας: 1
- Δόξης: 1
- Εἶτα: 1
- Εὐπρέπεια: 1 2
- Λειπόμαι: 1
- Μακροθυμήσατε οὖν, ἀδελφοί, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ κυρίου. ἰδοὺ ὁ γεωργὸς ἐκδέχεται τὸν τίμιον καρπὸν τῆς γῆς, μακροθυμῶν ἐπ᾽ αὐτῷ ἕως λάβῃ πρόϊμον καὶ ὄψιμον: 1
- Μακάριος: 1
- Μετάγω: 1
- Μὴ: 1
- Πρόσωπον: 1
- Πρᾶγμα: 1
- Σὺ πίστιν ἔχεις: 1
- Ταπεινός: 1
- Τροπή: 1
- Τῷ κόσμῳ: 1
- Χ. Ἰ.: 1
- Χ., κ.: 1
- Χριστοῦ: 1
- αἰτεῖν: 1
- αἰτεῖσθαι: 1
- αὐτοῖς: 1
- αὐχεῖ: 1
- βασιλικόν: 1
- βραδὺς εἰς ὀργήν: 1
- γὰρ: 1
- δαιμόνιον: 1
- δαιμόνια: 1 2
- δαμάζεται καὶ δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ: 1
- δαπανάω: 1
- δαπανήσητε: 1 2
- δεῖξόν μοι . . . κάγώ σοι δείξω: 1
- διδάσκαλοι: 1
- διὰ: 1 2 3
- διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς: 1
- διὰ νόμου ἐλ.: 1
- διάβολος: 1 2
- δωρεά: 1 2 3 4 5
- δίδ. χάριν: 1
- δίδωσιν χάριν: 1
- δίψυχος: 1
- δόμα: 1 2
- εἰ μή: 1 2
- εἶς ὁ θεὸς ἔστιν: 1
- θεοῦ: 1
- θρησκεία: 1 2 3 4 5
- θρησκεῖαι: 1
- θρησκός: 1
- κ.: 1
- καθαρά: 1
- καθ᾽ ὁμοίωσιν: 1
- κακίας: 1
- κακόω: 1
- καλὴ ἀναστροφή: 1
- καταβαῖνον: 1
- κατακαυχάσθω: 1
- κατακαυχᾶσθε: 1 2 3
- κατά: 1
- καυχῶμαι: 1
- καὶ: 1
- καὶ ζηλοῦτε . . . ἐπιτυχεῖν: 1
- καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα: 1
- καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν, ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεέννης.: 1
- καί: 1
- καύσων: 1
- καύσωνα: 1 2
- κληρον. τῆς βασιλ.: 1
- κριταί: 1
- κριτήρια: 1
- κτισμάτων: 1 2
- κόσμος: 1 2 3 4 5 6
- κόσμος : 1
- λείπεται: 1
- λογίζομαι: 1
- μεγάλα: 1 2
- μεγάλα αὐχεῖ: 1
- μεγάλα ἐργάζεται: 1
- μεγάλου: 1
- μάχαι: 1
- μέλλοντες: 1
- νῦν δὲ καυχᾶσθε ἐν ταῖς ἀλαζονίαις ὑμῶν· πᾶσα καύχησις τοιαύτη πονηρά ἐστιν.: 1
- οὐδὲν ἦν ἔργον αὐτοῦ (τοῦ ἡνιόχου) κατατείνοντος οὐδὲ παρηγοροῦντος.: 1
- οὐκ ἔχετε: 1
- οὔτε: 1
- παπειν̥ς, ταπεινόω, ταπείνωσις: 1
- πειρασμόν: 1
- πειρασμός: 1
- πειράζεσθαι δοκῶν: 1
- πειράζομαι: 1
- πειράζω: 1
- πειράω: 1
- πειρῶμαι: 1
- περισσεία: 1
- περισσωμα: 1
- πικρὸν: 1
- πολυδιδάσκαλοι: 1
- πρὸς: 1
- πρὸς φθόνον: 1
- πίστιν: 1 2 3
- πόλεμοι: 1
- πῦρ : 1
- στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν: 1
- στρατεύομαι: 1
- στέφανος: 1
- στῆθι ἐκεῖ ἢ κάθου ὑπὸ τὸ ὑποπόδιον: 1
- στῆθι ἢ κάθου ἐκεῖ ὑπὸ τὸ ὑποπόδιον: 1
- συλλαβοῦσα: 1
- συνήργός: 1
- ταῦτα οὕτως: 1
- τηρήσῃ . . . πταίσῃ: 1
- τι: 1
- τις: 1
- τροπή: 1
- τροχόν: 1
- τὰ ἐπιτήδ.: 1
- τὰς μοιχαλίδας: 1
- τὸ σπιλοῦν: 1
- τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως: 1
- τῆς δόξης: 1 2
- φλογίζουσα: 1
- χάρις: 1
- χάρισμα: 1
- χόρτου: 1
- ἀγαθός : 1
- ἀγαπ.: 1
- ἀδελφοί μου: 1
- ἀκαταστατος : 1
- ἀκατάστατα: 1
- ἀκατάσχετον: 1
- ἀπεκύησεν: 1
- ἀπείραστός: 1
- ἀποκυέω: 1
- ἀπόστολοι ἐκκλησιῶν: 1
- ἁμίαντος: 1
- ἄνθος χόρτου: 1
- ἄντρα: 1
- ἄνωθέν ἐστιν: 1
- Ἀντιτάσσομαι: 1
- Ἀπείραστός: 1
- ἐκεῖ: 1
- ἐλευθερία: 1
- ἐν εἰρήνῃ: 1
- ἐν πρ. ἔχετε: 1
- ἐξελέξατο: 1
- ἐξομολογεῖσθε οὖν ἀλλήλοις τὰς ἁμαρτίας καὶ προσεύχεσθεπροσεύχεσθε] εὔχεσθε: 1
- ἐπιθυμεῖτε . . . φονεύετε: 1
- ἐπιθυμεῖτε . . . ἔξετε: 1
- ἐπουράνιος: 1
- ἐργάζόμενοι τὴν ἀνομίαν: 1
- ἐστὶ, καταβαῖνον: 1
- ἐὰν πίστιν ἔχῃ τις: 1
- ἔμφυτον: 1
- ἔνι: 1
- ἔργου: 1
- ἔχετε: 1
- ἔχετε πίστιν θεοῦ: 1
- ἕτερον εἰ μή: 1
- Ἐπιβλέπω ἐπί: 1
- ἡ σπιλοῦσα: 1
- Ἰησοῦς Χριστός: 1
- ὁ πειράζων: 1
- ὁ ἀδελφὸς: 1
- ὅς: 1
- ὑπερήφανοι: 1
- ὑπερήφανος: 1 2 3 4 5
- ὑπομονή: 1 2
- ὑπομένω: 1
- ὕδωρ: 1
- ὕλη: 1
- ὕλην: 1
- ῥυπαρᾷ ἐσθῆτι: 1
- (κατα)καυχᾶσθε: 1
- (τὸν) υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ (αὐτοῦ): 1
- (ὅπου): 1
- -αις: 1
- -εύω : 1
- -ησεν: 1
- -ομαι: 1
- -τος: 1
- -ώδης: 1
- . . . ἀπὸ τῆς περὶ τὴν γένεσιν πλάνης, ἧς καὶ οἱ παρ᾽ Ὀρφεῖ τῷ Διονύσῳ καὶ τῇ Κόρῃ τελούμενοι τυχεῖν εὔχονται : 1
- . . . ἱκανὴ δὲ ἡ τ. ψυχῆς καθαρότης ἐστὶ τὸν θεὸν δἰ ἑαυτῆς κατοπτρίζεσθαι: 1
- [ἐξ]εκκλησιάζειν συναγωγήν: 1
- [ὁ] διάβολος: 1
- [ὁ] ἀντικείμενος: 1
- ^ἰς δικρόας τῆς ὕλης: 1
- ͖ατακαυχᾶσθε: 1
- Αβραὰμ: 1
- Αβραὰμ ὁ πατὴρ ἡμῶν: 1
- Αγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπί ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομ͓ναις.: 1
- Αδελφοί μου, ἐάν τις ἐν ὑμῖν πλανηθῇ ἀπὸ τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιστρέψῃ τις αὐτόν,: 1
- Αὐχέω: 1
- Βιβλ. καταλ.: 1
- Βλασφημέω: 1
- Βουληθείς: 1
- Βούλομαι: 1 2 3
- Βρύω: 1
- Γέλα μὲν τοῦ βίου τὸν τροχόν, ἀτάκτως κυλιόμενον· φυλάττου δὲ τὸν βόθρον [τροχὸν, Migne] εἰς ὃν κυλίει τοὺς ἐν αὐτῷ νυστάζοντας.: 1
- Γένεσις: 1
- Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ ἀκροαταί μόνον παραλογιζόμενοι ἐαυτούς: 1
- Δαμάζω: 1
- Δαίμονες ὃν φρίσσουσι, θεῶν δὲ δέδοικεν ὅμιλος: 1
- Δελεάζω: 1
- Διὰ τί τὴν γαμουμένην ἅπτεσθαι πυρὸς καὶ ὕδατος κελεύουσιν; . . . ἢ ὅτι τὸ πῦρ καθαίρει καὶ τὸ ὕδωρ ἁγνίζει, δεῖ δὲ καθαρὰν καὶ ἁγνὴν διαμένειν τὴν γαμηθεῖσαν: 1
- Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή: 1
- Δυναστεύω: 1
- Δέ: 1
- Δίκαιον ὑποτάσσεσθαι τῷ θεῷ καὶ μὴ θνητὸν ὄντα ὑπερήφανα φρονεῖν: 1
- Εi δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρὰ τοῦ διδόντος θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ μὴ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ·: 1
- Εἰ τὴν ζωὴν τὴν ὄντως ποθεῖς, προσδέχου ἀεὶ τὸν ἀνθρώπινον θάνατον, καὶ μίσει τὸν παρόντα βίον· ὁρᾷς γὰρ τὸν τροχὸν ἀτάκτως κυλιόμενον.: 1
- Εἴ τις δοκεῖ θρησκὸς εἶναι μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν ἑαυτοῦἑαυτοῦ bis: 1
- Εὐθύνω: 1
- Θεοῦ: 1
- Θηρία: 1
- Θέλω: 1
- Θώθ, ὅν πᾶς θεὸς προσκυνεῖ καὶ πᾶς δαίμων φρίσσει.: 1
- ΙΑΚΩΒΟΥ: 1
- ΙΑΚΩΒΟΥ θεοῦ καὶ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν.: 1
- Καθίστασθαι εἰς: 1
- Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμιν; προσευχέσθω· εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω: 1
- Καλός: 1
- Καρπὸς δικαιοσύνης: 1
- Καταδυναστεύω: 1
- Καταρῶμαι: 1
- Καυχάσθω δὲ [ὁ] ἀδελφὸς ὁ ταπεινὸς ἐν τῷ ὕψει αὐτοῦ: 1
- Καὶ: 1
- Κενός: 1
- Κληρον. τ. βασιλ.: 1
- Κλύδων: 1
- Κτίσις: 1
- Κυρίου: 1
- Κύκλου τ᾽ αὖ λῆξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητος.: 1
- Κύπτω: 1
- Κύριος: 1 2
- Λαμπρός: 1
- Λείπομαι: 1
- Λέγει: 1
- Μακάριος ὁ ὑπομένων: 1
- Μαραίνομαι: 1
- Μεγάλαυχέω: 1
- Μοιχοὶ καὶ: 1
- Μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀλλήλων, ἀδελφοί· ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ ἢ κρίνων τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καταλαλεῖ νόμου καὶ κρίνει νόμον· εἰ δὲ νόμον κρίνεις, οὐκ εἶ ποιητὴς νόμου ἀλλὰ κριτής.: 1
- Μὴ μοιχεύσῃς: 1
- Μὴ πλανᾶσθε: 1
- Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί.: 1
- Μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε, ἀδελφοί μου, εἰδότες ὅτι μεῖζον κρίμα ληψόμεθα·: 1
- Μὴ φονεύσεις: 1
- Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον κ.τ.λ.: 1
- Οὐχὶ τῷ θεῷ ὑποταγήσεται ἡ ψυχή μου; παρ᾽ αὐτοῦ γὰρ τὸ σωτήριόν μου. . . . πλὴν τῷ θεῷ ὑποτάγηθι, ἡ ψυχή μου, ὅτι παρ᾽ αὐτοῦ ἡ ὑπομονή μου.: 1
- Οὔτε: 1
- Οὕτως: 1
- Παντοίην: 1
- Παραβάτης: 1
- Παρακύπτω: 1
- Παραλλάσσω, παράλλαξις, παραλλαγή: 1
- Παρέρχομαι: 1
- Πατέρα: 1
- Παῦλος δοῦλος θεοῦ, ἀπόστολος δὲ Ἰ. Χ.: 1
- Πειρασμός: 1 2
- Ποιῆσαι: 1
- Πορεία: 1
- Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μὴ ὀμνύετε, μήτε τὸν οὐρανὸν μήτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον· ἤτω δὲ ὑμῶν τό Ναί ναὶ καὶ τό Οὔ οὔ, ἵνα μὴ ὑπὸ κρίσιν πέσητε.: 1
- Πταίω: 1
- Πόθεν πόλεμοι καὶ πόθεν μάχαι ἐν ὑμῖν; οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν;: 1
- Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις: 1
- Σατανᾶ : 1
- Σκιᾷ καὶ τροχῷ τὰ λυπηρὰ τοῦ βίου καὶ τὰ φαιδρὰ παράβαλλε· ὡς γὰρ σκιὰ οὐ μένει, καὶ ὡς τροχὸς κυλίεται: 1
- Σκοτόμαινα νύξ ἐστιν ἐν ᾗ μαίνεται καὶ ἀκαταστατεῖ τὰ οὐράνια: 1
- Στρατεύομαι: 1
- Σύ: 1
- Ταπείνωσις: 1
- Ταρτάριοί τε μυχοὶ καὶ δαίμονες ἐκφρίσσουσιν: 1
- Ταύτην τὴν εὐγένειαν οὐ μόνον θεοφιλεῖς ἄνδρες ἀλλὰ καὶ γυναῖκες ἐζήλωσαν: 1
- Τοίνυν: 1
- Τοῖς ἀγαπῶσιν: 1
- Τί ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν;: 1
- Τίκτω: 1
- Τίς: 1
- Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας.: 1
- Τῶν ἔργων: 1
- Φαῦλος: 1
- Φλ. τ. τροχόη: 1
- Φύσις: 1
- Φύω: 1
- Χ.: 1 2
- Χ. Ἰ.: 1
- Χριστιανός: 1 2
- Χριστοῦ Ἰησοῦ: 1
- Χριστός: 1 2
- αἰτέω: 1
- αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος: 1
- αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος, ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικεν κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ῥιπιζομένῳ·: 1
- αἰτεῖτε: 1
- αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε: 1
- αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε.: 1
- αἰτοῦμαι: 1 2
- αἰτέω: 1
- αἱ δ᾽ ἀπὸ γεωμετρίας καὶ ἀστρολογίας καὶ ἁρμονικῆς δριμὺ καὶ ποικίλον ἔχουσαι τὸ δέλεαρ [ἡδοναὶ] οὐδενὸς τῶν ἀγωγίμων ἀποδέουσιν, ἕλκουσαι καθάπερ ἴϋγξι τοῖς διαγράμμασιν: 1
- αὐγή: 1
- αὐτός: 1
- αὐτὸν μὲν καλὸν καλῶς ἐκάθισε, κύκλῳ δὲ τὰς πόλεις περιέστησε τ. ἀγάλματος: 1
- αὐτός: 1 2
- αὐτός δὲ πειράζει: 1
- αὐτῷ εὑρεθῆναι : 1
- αὐτῷ τῷ χαρίζεσθαι καὶ εὖ ποιεῖν: 1
- αὐχέω: 1
- αὐχέω: 1 2 3
- αὐχήματα: 1
- αὐχήσεις: 1
- αὕτη γὰρ τῶν ἀνθρώπων ἡ φύσις, ἄνωθεν καὶ κατὰ γνώμην τοῦ τοιήσαντος συγκεκληρωμένην ἔχουσα τὴν ἀνωμαλίαν: 1
- βασιλεία: 1
- βασιλικός: 1
- βασιλικὸς καὶ θεῖος: 1
- βασιλικός: 1
- βλέπω: 1
- βλασται περιτταί . . . τ. βλαβερὰν ἐπίφυριν: 1
- βλαστάνω: 1
- βλασφημέω: 1
- βλασφημία: 1 2
- βλάσφημοι: 1
- βλέπεις: 1 2
- βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνήργει τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη,: 1
- βουλεύομαι: 1 2
- βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας, εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦαὐτοῦ] ἐαυτοῦ: 1
- βουληθείς: 1 2 3
- βουλή: 1 2
- βουλόμενος: 1
- βούλομαι: 1
- βούλεσθαι: 1
- βούλεσθαι μὲν ἐπί μόνου λεκτέον τοῦ λογικοῦ, τὸ δὲ θέλειν καὶ ἐπὺ ἀλόγου ζῴου: 1
- βούληται: 1
- βούλομαι: 1 2 3 4 5 6
- βραδύς: 1
- βρύω: 1
- βρέφος: 1
- βρόμος δεινός: 1
- βρύει: 1
- βρύω: 1
- βάρος θράσος ἔχουσι: 1
- γέεννα: 1
- γένεσις: 1
- γίνομαι: 1
- γαῖα: 1
- γενναῖος: 1
- γεννήσας αὐτὸν (Adam) ὁ πατὴρ ἡγεμονικὸν φύσει ζῶον οὐκ ἔργῳ μόνον ἀλλὰ καὶ τῇ διὰ λόγου χειροτονίᾳ καθίστησι τῶν ὐπὸ σελήνην ἁπάντων βασιλέα: 1
- γενέσεως: 1 2
- γενόμενος: 1
- γινώσκω: 1
- γινώσκετεγινώσκετε] γινωσκέτω: 1
- γλυκύ: 1
- γλῶσσα: 1
- γνώμας λειπομένα σοφᾶς: 1
- γνώσκοντες: 1
- γνώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν·: 1
- γραφή, ἡ: 1
- γυμνοί: 1
- γυμνός: 1
- γὰρ: 1 2
- γάρ: 1
- γάρ πω κατανοῶ τὸ νῦν ἐρωτώμενον: 1
- γέγονεν πάντων: 1
- γέγραπται γάρ, Ὑπερηφάνοις ὁ θεὸς ἀντιτάσσεται· σπουδάσωμεν οὖν μὴ ἀντιτάσσεσθαι τῷ ἐπισκόπῳ, ἵνα ὦμεν θεῷ ὑποτασσόμενοι: 1
- γένεσιν: 1
- γένεσις: 1 2 3 4 5 6
- γίνεσθαι: 1
- γίνεσθε: 1 2
- γῆν μὲν καὶ ὄρη καὶ ποταμοὺς καὶ ὕλην οὐρανόν τε ξύμπαντα: 1
- δίδωμι: 1
- δίψυχος: 1
- δαιμονιώδης: 1 2
- δαιμονιώδης : 1
- δαιμονίων: 1
- δαιμόνια: 1 2
- δαιμόνιος: 1
- δαμάζω: 1
- δαπανάω: 1
- δαπανάω: 1
- δαπανήσητε: 1
- δασεῖαν ὕλαις ὁδόν: 1
- δείκνυμι: 1
- δεδημοσιευμένας: 1
- δειξάτω: 1 2
- δεκαιοῦσθαι: 1
- δεκάζεσθαι: 1
- δελεάζω: 1
- δελεάζεται: 1
- δελεάζω: 1
- δείξει: 1
- δεῖ: 1 2
- δεῖ, χρή: 1
- δημιουργός: 1
- διά: 1
- διάβολος: 1
- διαβολή: 1
- διαβάλλω, διαβολή, ἐνδιαβάλλω, ἐπίβουλος, σατάν: 1
- διακρίνομαι: 1
- διακρινόμενος: 1
- διακρίνομαι: 1
- διακρίνω: 1 2
- διαλογισμοὶ πονηροί: 1
- διαλογισμός: 1
- διαλογισμός: 1
- διαλογίζομαι: 1 2
- διασκορπίζω: 1
- διασπείρω: 1
- διασπορά: 1
- διδάσκαλος: 1
- διδακτός, ἐπικτήτος, ἐπείσακτος: 1
- διδασκαλίαις: 1
- διδασκαλίαις δαιμονίων: 1
- διδόντος . . . δοθήσεται: 1
- διεκρίθητε ἐν ἑαυτοῖς: 1
- διεστείλατο: 1
- δικαιοσύνη: 1
- δικαιοσύνην θεοῦ οὐκ ἐργάζεται: 1
- δικαιοσύνης: 1
- δικαιοῦσθαι ἐκ πίστεως: 1
- δικαιόω: 1
- δικαιόω: 1 2
- διπλοκαρδία: 1
- διστάζοντες: 1
- διχονοῦς ἐπαμφοτερής: 1
- διχοστασίαι: 1
- διψυχία: 1
- διό: 1
- διὰ: 1
- διὰ δόξης: 1
- διὰ λόγου ζῶντος θεοῦ καί μένοντος: 1
- διὰ προσκόμματος : 1
- διὰ τ. νόμου μανθάνοντες οἱοὶ γεγόναμεν: 1
- διὰ τοῦτο γοῦν καὶ τῆς περὶ θεοῦ θεωρίας ἔχει τὴν ἔννοιαν, καὶ αὐτὴ ἑαυτῆς γίνεται ὁδός, οὐκ ἔξωθεν, ἀλλ᾽ ἐξ ἑαυτῆς λαμβάνουσα τὴν τοῦ θεοῦ λόγου γνῶσιν καὶ κατάληψιν: 1
- διὰ τοῦτο ἐροῦσιν, δ. τ. λέγεται: 1
- διὰ τὰς ἐριθείας: 1
- διὰ τὰς ἔξωιεμ αὐτοὺς ἑλκούσας ἡδονὰς τοῦ βίου: 1
- διὰ τὴν π.: 1
- διὰ τί λογικοὶ ὄντες οὐ γίνομεθα φρονιμοί; διὰ τί ἔμφυτον τὸ περὶ θεοῦ παρὰ χριστοῦ λαβόντες κριτήριον εἰς ἀγνοίαν καταπίπτομεν, ἐξ ἀμελείας ἀγνοοῦντες τὸ χάρισμα ὁ εἰλήφαμεν ἀνοήτως ἀπολλύμεθα: 1
- διὰ τὸ θέλημά σου ἦσαν (not εἰσίν) καὶ ἐκτίσθησαν: 1
- διὰ τό μὴ αἰτεῖσθαι ὐμᾶς: 1
- διά: 1
- διάδημα, μίτρα: 1
- διὸ καὶ πιστεῦσαι λέγεται τῷ θεῷ πρῶτος, ἐπειδὴ καὶ πρῶτος ἀκλινῆ καὶ βεβαίαν ἔσχεν ὑπόληψιν, ὡσ ἔστιν ἕν αἴτιον τὸ ἀνωτάτω καὶ προνοεῖ τοῦ τε κόσμου καὶ τῶν ἐν αὐτῷ: 1
- διὸ λέγει, Ὁ θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν: 1
- διό: 1 2 3
- διό λέγει: 1
- διό ἀποθέμενοι πᾶσαν ῥυπαρίαν καὶ περισσείαν κακίας ἐν πραΰτητι δέξασθε τὸν ἔμφυτον λόγον τὸν δυνάμενον σῶσαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν.: 1
- διότι: 1
- διότι κακῶς αἰτεῖσθε: 1
- δι᾽ αὐτῆς: 1
- δι᾽ ἀκροβυστίας: 1
- δι᾽ ἐπαγγελίας: 1
- δι᾽ ἐριθείαν: 1
- δοκέω: 1
- δοκίμιον: 1
- δοκεῖ: 1
- δοκεῖτε ὅτι: 1
- δοκίμιον: 1 2 3
- δοκίμιον δὲ στρατιωτῶν κάματος: 1
- δοῦλοι Χ. Ἰ.: 1
- δοῦλος: 1 2 3 4
- δοῦλος Ἰ. Χ.: 1
- δυνατὰ τῷ θεῷ: 1
- δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα: 1
- δωρ.: 1
- δωρεά: 1 2 3
- δωροῦμαι, δωρεά, δώρημα: 1
- δόκιμος: 1
- δόξα, ἡ: 1
- δόσις: 1
- δώδεκα: 1
- δώρημα: 1
- δὲ: 1
- δέ: 1 2 3 4 5 6
- δέλεαρ: 1
- δέλεαρ, δελεάζω: 1
- δέξασθε: 1 2
- δήσαντα δ᾽ ἐκ τῆς ὕλης τὰς κύνας: 1
- δίγνωμος, δίγλωσσος: 1
- δίδωσιν: 1
- δίδωσιν χάριν: 1
- δίκαιος: 1 2 3 4
- δίκαιος εἰμι: 1
- δίχα θυμὸν: 1
- δίψυχος: 1
- δίψυχος δίψυχία, διψυχέω: 1
- δόκιμος: 1
- δόκιμος, δοκιμάζω: 1
- δόματα: 1
- δόξα: 1
- δόξα Χριστοῦ: 1
- δόσεως καὶ λήμψεως: 1
- δόσις: 1 2 3 4 5 6 7 8 9
- δόσις . . . δώρημα: 1
- δόσις παραλλαγή: 1
- δώδεκα φυλαῖς: 1
- δώρημα: 1 2 3 4 5
- δώσουσιν ἔλεος: 1
- δῆμος ἄστατον κακόν: 1
- δῶρα: 1 2
- δῶρον: 1
- εi δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας: 1
- εἰ: 1
- εἰ δοκίμιον ἔχει τίνι τρόπῳ πειράζεται ὁ πολύφιλος: 1
- εἰ δὲ: 1
- εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε καὶ ἐριθίαν ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν, μὴ κατακαυχᾶσθε καὶ ψεύδεσθε κατὰ τῆς ἀληθείας.: 1
- εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε, ἐλεγχόμενοι ὑπὸ τοῦ νόμου ὡς παραβάται.: 1
- εἰ δὲ τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν εἰς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν·: 1
- εἰ δὲ ἁπλῶς διδόντος λαβεῖν οὐκ εὔλογον, τῶς οὐ πλέον, ὅτε μηδὲ προῖκα κ.τ.λ.: 1
- εἰ δὲ ὁ δεῖνα ἄρτι παρακύψαι φιλοτιμούμενος πρὸς τ. βίον τ. Χριστιανῶν: 1
- εἰ δ᾽ οὖν ἐστι καὶ παρ᾽ ἐμοί τις ἐμπειρία τοιαύτη: 1
- εἰ θ͓λεις τέλειος εἶναι: 1
- εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν: 1
- εἰ μὴ: 1
- εἰ μὴ τὸ ἀλλήλους ἀγαπᾷν: 1
- εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ: 1
- εἰ μὴ ἄρα, εἰ μή γε: 1
- εἰ μὴ ἑκάστῳ κ.τ.λ.: 1
- εἰ μή τινές εἰσιν κ.τ.λ.: 1
- εἰ τό: 1
- εἰ ἐν ὑμῖν κρίνεται ὁ κόσμος: 1
- εἰ ἑώρα τινὰ ἐν τρυφῇ καὶ σπατάλῃ.: 1
- εἰδυῖα ὅτι τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων, ὅταν ἀκμάσῃ πρὸς ἄνδρας, ἀνδράποδα γίνεται, τὰς τοιαύτας ἡδονὰς ἀφαίρει.: 1
- εἰδότες: 1
- εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστίν.: 1
- εἰκὼν καὶ δόξα θεοῦ: 1
- εἰκών: 1 2 3
- εἰρήνη: 1
- εἰρηνικός: 1
- εἰρηνική: 1 2 3
- εἰρήνη: 1 2 3
- εἰρήνη : 1
- εἰρήνη πᾶσα: 1
- εἰρήνη ἐν δικαιοσύνῃ: 1
- εἰρήνην: 1 2
- εἰρήνην ἀγαθήν: 1
- εἰς: 1 2 3
- εἰς κριτήρια: 1
- εἰς πειρασμόν: 1
- εἰς συναγωγὴν ὑμῶν: 1
- εἰς τὸ: 1 2
- εἰς τὸ πείθεσθαι: 1
- εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτὐν: 1
- εἴ τι γενναῖον ἡ πρᾶξις ἤνεγκε: 1
- εἴ τις . . . θρησκός: 1
- εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει: 1
- εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν: 1
- εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν Ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί ὄφελος;: 1
- εἶναι ἡμᾶς ἀγίους καὶ ἀμώμους κ.τ.λ.: 1
- εἶς θεὸς ἔστιν: 1
- εἶς ἔστιν ὁ θεὸς: 1
- εἶτα: 1 2
- εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκυεῖ θάνατον.: 1
- εἷς θεὸς ἔστιν: 1
- εἷς ἔστινἔστιν] ἐστὶν ὁ: 1
- εὐ γοῦν κἀκεῖνο εἴρηται Ἴσθι μὴ λουτρῷ ἀλλὰ νοῷ καθαρός. ἁγνεία γὰρ, οἶμαι, τελεία ἡ τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἔργων καὶ τῶν διανοημάτων, πρὸς δὲ καὶ τῶν λόγων εἰλικρίνεια: 1
- εὐγένεια, λόγου δύναμις, ἁπλότης, τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον, ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐτραπελία: 1
- εὐθύνω: 1
- εὐθέως: 1
- εὐθέως ἐπελάθετο: 1
- εὐλογέω: 1
- εὐλογητὸς ὁ κύριος ἡμῶν, ἀδελφοί, ὁ σοφίαν καὶ νοῦν θέμενος ἐν ἡμῖν τ. κρυφίων αὐτοῦ: 1
- εὐλογητός: 1
- εὐλογοῦμεν: 1 2
- εὐπειθής: 1
- εὐπειθής: 1 2
- εὐπορία: 1
- εὐπρέπεια: 1
- εὐπρέπεια: 1
- εὑρεθῶ ὑμῖν : 1
- εὔθυνε, ὦ πορθμεύ, τὸ πηδάλιον: 1
- ζηλοτυπία: 1
- ζηλοῦτε: 1 2 3 4 5 6 7 8 9
- ζηλόω: 1
- ζωή: 1
- ζώων δὲ πολλὰς φύσεις τοῦ κόσμου περιέχοντος, οὐδέν, ὡς εἰπεῖν, γένος ἄμοιρόν ἐστι τῆς ἐξ ᾤου γενέσεως: 1
- ζῆλον: 1
- ζῆλος: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11
- θάνατος: 1
- θέλω: 1
- θαλλῶν δ᾽ ὅσσα βροτοῖσιν ἐπὶ χθονὸς ἔργα μέμηλεν, οὑδὲν ἔχει μίαν αἶσαν ἐπὶ φρεσίν, ἀλλὰ κυκλεῖται, πάντα πέριξ, στῆναι δὲ καθ᾽ ἓν μέρος οὐ θέμις ἐστίν, ἀλλ᾽ ἔχει, ὡς ἤρξαντο, δρόμου μέρος ἶσον ἕκαστος.: 1
- θαυμαστός, θαυμᾶτός: 1
- θεοσεβής: 1
- θεοῦ δοῦλος (-οι): 1
- θεοῦ καὶ κυρίου Ἰ. Χ.: 1
- θεοῦ καὶ κυρίου Ἰ. Χ. δοῦλος: 1
- θεοῦ λόγους: 1
- θεραπευταί: 1 2
- θερμαίνω: 1
- θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε: 1
- θερμαίνω, χορτάζω: 1
- θεὸς καὶ πατήρ: 1
- θηρίον: 1
- θηρία: 1
- θηρίων: 1
- θηρίων τε καὶ πετεινῶν ἑρπετῶν τε καὶ ἐναλίων: 1
- θλίψις: 1
- θρ. τ. ἀγγελων: 1
- θρασὺς τ. τρόπον καὶ τολμητὴς διαφερόντως: 1
- θρησκεία: 1
- θρησκεία: 1 2 3 4 5 6 7 8
- θρησκεία καθαρὰ καὶ ἁμίαντος: 1
- θρησκεία καθαρὰ καὶ ἁμίαντος παρὰ τῷ θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῷ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἐαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου.: 1
- θρησκείαν ἀντὶ ὁσιότητος ἡγούμενος: 1
- θρησκεύω: 1 2
- θρησκός: 1
- θρησκός: 1 2 3 4 5
- θρέξατο ἐφυλάξατο, ἐσεβάσθη; θρεσκή ἁγνή, πάντα εὐλαβουμέην; θρεσκός περιττός, δεισιδαίμων: 1
- θυμοί: 1
- θέλειν: 1
- θέλειν καὶ βούλεσθαι ἐὰν λέγῃ τις, δηλώσει ὅτι ἀκουσίως τε καὶ εὐλόγως ὀρέγεταὶ τινος: 1
- θέλεις δὲ γνῶναι: 1
- θέλεις δὲ γνῶναι, ὦ ἄνθρωπε κενέ, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων ἀργή ἐστιν;: 1
- θέλω: 1 2
- θέμις δὲ οὐδὲν ἀτελὲς αὐτῷ χαρίζεσθαι, ὥσθ᾽ ἁλόκληροι καὶ παντελεῖς αἱ τοῦ ἀγεννήτου δωρεαὶ πᾶσαι: 1
- κ. Χ. Ἰ.: 1
- κ. Ἰ. Χ.: 1
- καθ.: 1
- καθίσταμαι: 1
- καθαρός: 1
- καθαρός: 1 2
- καθαρότητος: 1
- καθεζομένων τῆς μὲν ὑπ᾽ αὐτόν, τῆς δὲ μητρὸς ὑπὲρ αὐτόν: 1
- καθεστηκότα: 1
- καθάρερ φιλοχρήστου τῆς τύχης ἅπασαν δόσιν εἰς μεγάλην χάριν τιθεμενον: 1
- καθέστηκα: 1
- καθήκει: 1
- καθίσταται: 1 2 3
- καθ᾽ ἑαυτήν: 1
- καθ᾽ ὁμοίωσιν: 1
- καιροῖς ἰδὶοις: 1
- καιὶ νῦν τίς ἡ ὑπομονή μου; οὐχὶ ὁ κύριος: 1
- κακοπαθέω: 1
- κακός, κακῶς: 1
- κακά: 1
- κακίας: 1
- κακόν: 1
- κακῶν: 1
- καλούς: 1
- καλὸν ὄνομα Χριστός: 1
- καλὸς εἶ, κἂν μὴ θέλῃς, καὶ πάντας ἕλκεις τῷ ἀμελουμένῳ, ὥσπερ οἱ βότρυες καὶ τὰ μῆλα καὶ εἴ τι ἄλλο αὐτόματον καλόν: 1
- καλός: 1
- καλός, καλῶς: 1
- καλῆς: 1
- καλῶς: 1
- καλῶς ποιεῖτε: 1
- καρδία: 1
- καρποὺς δὲ ἀφθόνους εἶχον ἀπό τε δένδρων καὶ πολλῆς ὕλης ἄλλης: 1
- καρπούς τε ἀφθόνους εἶχον ἀπό τε δένδρων καὶ πολλῆς ὕλης ἄκκης: 1
- καρπός: 1
- καρπὸς: 1
- καρπὸς δικ.: 1
- καρπὸς δὲ δικαιοσύνης: 1
- καρπὸς δὲ δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην.: 1
- καταβαίνει: 1
- καταβαίνω: 1
- καταβαῖνον: 1
- καταβαῖνον κ.τ.λ.: 1
- καταδικασθήσῃ: 1
- καταδυναστεύω: 1
- καταδυναστεύουσιν ὑμῶν: 1 2
- κατακαυχ.: 1
- κατακαυχᾶσθε: 1
- κατακαυχᾶται: 1 2
- κατακαυχῶμαι: 1 2
- καταλαλιαί: 1
- καταλαλέω: 1
- κατανοοῦντι: 1
- κατανοέω: 1
- καταρώμεθα: 1 2
- καταρῶμαι: 1
- κατασκόπους: 1
- κατασπαταλᾷς: 1
- κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τον δίκαιον. οὐκ ἀντιτάσσεται: 1
- κατενόησεν: 1
- κατενόησεν γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθεν καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν.: 1
- κατενόησεν ἑαυτόν: 1
- κατεργάζομαι: 1
- κατεργάζεται: 1 2
- κατὰ θεὸν κτισθέντα: 1
- κατὰ προπὴν τῆς ψυχῆς ἀβούλητον: 1
- κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ: 1
- κατὰ πᾶσαν τ. οἰκουμένην: 1
- κατὰ τὰ πεδία καὶ τὰ ἄλση καὶ περὶ τὰς πόλεις γίνεται . . . πέτεται δὲ καὶ εἰς τὰ ὄρη καὶ εἰς τὴν ὕλην διὰ τὸ θάρσος: 1
- κατὰ τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας: 1
- κατὰ τὴν γραφήν: 1
- κατά: 1 2 3
- κατίωται: 1
- κατ᾽ εἰκόνα: 1
- κατῴκισεν: 1
- καυχ̤σθω: 1
- καυχάσθω: 1 2
- καυχᾶσθ9ε: 1
- καυχῶμαι: 1
- καυχῶμαι : 1
- καὶ: 1 2 3
- καὶ `άλιν ἐξελεῖται: 1
- καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς: 1
- καὶ αὐτὸς ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καὶ χήραις, καὶ τοῖς διὰ νόσον ἢ δι᾽ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις: 1
- καὶ γαληνός . . . πνεῦμα βραχὺ κορύσσεται: 1
- καὶ γὰρ ἐγὼ ὃ κεχάρισμαι, εἴ τι κεχάρισμαι, δι᾽ ὑμᾶς ἐν προσώπῳ Χριστοῦ: 1
- καὶ δὴ καὶ ἐν καλῷ τ. θεάτρου ἐκάθητο: 1
- καὶ εἰς ἱεροὺς ἀφικνούμενοι πόπους, οἱ καλοῦνται συναγωγαί: 1
- καὶ εἶχεν τὸν Ἰούδαν διὰ παντὸς ἐν προσώπῳ, ψυχικῶς τῷ ἀνδρὶ προσεκέκλιτο: 1
- καὶ εὐθὺς Οὐεσπασιανὸς πολιορκεῖ αὐτούς: 1
- καὶ ζηλοῦτε: 1 2
- καὶ μετὰ ταῦτα αὐτίκα ἔμφυτον μαντικὴν εἶχεν: 1
- καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀλλὰ πιστεύῃ ὅτι κ.τ.λ.: 1
- καὶ μὴ ὀνειδίζοντος: 1
- καὶ νὺξ σκίασμα γῆς ἀποκρυπτομένου ἡλίου γινόμενον: 1
- καὶ οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν: 1 2
- καὶ οὐ ποιεῖτε ἃ λέγω: 1
- καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον: 1
- καὶ οὐκ ἔχετε: 1 2
- καὶ οὕτω μὲν ἡ Πηνελόπη ὀκνεῖ διορθοῦσθαι τὴν φύσιν, καὶ περιττοτέρα φαίνεσθαι αὑτῆς, καὶ τ. εἰκόνα τοῦ ἐκ γενέσεως προσώπου διαγράφειν εἴτε μεταγρέφειν: 1
- καὶ παραμείνας: 1
- καὶ πνεῦμα ἐνῆκεν αὐτῷ (man) καὶ ψυχήν: 1
- καὶ πάλιν προσηύξατο, καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκενὑετὸν ἔδωκεν] ἔδωκεν ὑετὸν: 1
- καὶ πόθεν μάχαι: 1
- καὶ σοβαρῶν ταρσῶν χρυσοφόρος σπατάλη νῦν πενιχρὴ κ.τ.λ. ταῦτα τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων.: 1
- καὶ σπερῶ αὐτοὺς ἐν λαοῖς: 1
- καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσιν: 1
- καὶ τὰ μὲν ἄλλα κτίσματα ῥήματι μόνῳ παρῆκται. ὁ δὲ ἄνθρωπος ἔσχεν ἐξαίρετόν τι κατὰ τὴν ποίησιν παρὰ ταῦτα. Βουλῆς γὰρ προηγουμένης ἐκτίσθη, ἵνα ἐκ τούτου δειχθῇ ὅτιπερ κτίσμα τίμιον ὐπάρχει· τὸ γὰρ Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν οὐδὲν ἕτερον δείκνυσιν ἢ ὅτι συμβούλῳ ἐχρήσατο ὁ πατὴρ τῷ μονογενεῖ αὐτοῦ τῷ υἱῷ ἐπὶ τῇ τούτου κατασκευῇ κ.τ.λ. ... βουλῆς γὰρ ἐνέργεια τὸ πᾶν: 1
- καὶ τίς οὐχ ἥμαρτεν ἐν τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ: 1
- καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατασκεύάσας [κατασκευάσας] ἄνθρωπον ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων: 1
- καὶ φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεέννης: 1
- καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως: 1
- καὶ φίλος θεοῦ ἐκλήθη: 1
- καὶ ψεύδεσθε κατὰ: 1
- καὶ ἐκ τῶν ἔργων: 1
- καὶ ἐν τ. νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός: 1
- καὶ ἐπιεικές ἐστιν ὁ ζῆλος καὶ ἐπιεικῶν, τὸ δὲ φθονεῖν φαῦλον καὶ φαύλων: 1
- καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ: 1 2
- καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ κύριος· κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ.: 1
- καὶ ἡριθεύσατο: 1
- καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ ἀρνίον: 1
- καί: 1
- καί τοι ἐγὼ συνέριθος ἅμ᾽ ἕψομαι: 1
- καί ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα: 1
- καί ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα Ἐπιστευσεν δὲ Ἀβραὰμ: 1
- καύματι: 1
- καύσων: 1 2
- καύσωνος, θέτμης: 1
- καύχησις: 1 2 3
- καῦμα: 1
- καῦσος: 1
- κενοδοξία: 1
- κενοί: 1
- κενοὺς ἡγοῦνται καὶ ἀλαζόνας: 1
- κενόν, ἐφ᾽ οἷς οὑ δεῖ ἐπαιρόμενον: 1
- κενός: 1 2
- κενός, κενῶς: 1
- κενῶς: 1
- κεφαλὴ δὲ γυναικὸς ὁ ἀνήρ, κεφαλὴ δὲ τοῦ χριστοῦ ὁ θεός: 1
- κεχαριτωμένῳ: 1
- κληρονόμοι τῆς βασιλείας: 1
- κληρονόμους τῆς βασιλείας: 1 2
- κλήθρη τ᾽, αἴγειρός τε, καὶ εὐώδης κυπάρισσος: 1
- κλύδων: 1
- κρεῖττον εἶναι τ. ποσὶν ὀλισθεῖν ἢ τῇ γλώττῃ: 1
- κριθῆτε : 1
- κρινεῖ: 1
- κριταὶ διαλογισμῶν πονηρῶν: 1 2
- κριτήρια: 1
- κριτής: 1
- κρυφίων: 1
- κρίμα: 1
- κρίμα : 1
- κρίμα ληψόμεθα: 1
- κρίνειν τ. οἰκουμένην . . . ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισεν: 1
- κρίνεσθαι: 1 2
- κρίνω, κρίσις, κριτής: 1
- κρίσεως: 1
- κρίσις: 1 2 3 4 5
- κτισμάτων: 1 2
- κτὴσασθε τὰς ψυχάς: 1
- κτήνη: 1
- κτήσεσθε τ. ψυχὰς ὑμῶν: 1
- κτίζω: 1 2
- κτίσις: 1 2 3
- κτίσμα: 1
- κτᾶσθαι τὸ σκεῦος: 1
- κυρίου Ἰ. Χ.: 1
- κυρίως δὲ ὁ τὴν γῆν ἐργαζόμενος ἐργάτης ἐπὶ μισθῷ: 1
- κυέω: 1
- κἀγώ: 1
- κἀγώ σοι: 1
- κάτωθεν ἐρχομένη: 1
- κόσμος: 1 2 3 4 5
- κύκλον ἀνάγκης ἀμείβουσαν ἄλλοτε ἄλλοις ἐνδεῖσθαι ζώοις.: 1
- κύκλος: 1
- κύριον: 1
- κύριος: 1 2
- κᾷπειδὴ μόνον παρέκυψα εἰς τὰ ὑμέτερα: 1
- λ. τῆς τῶν ποιητῶν ἐνθέου μανίας: 1
- λαμβ., θαυμ., βλέπω εἰς: 1
- λαμβάνει τοίνυν τροφὴν μὲν πλείονα ἡ ἐγκεντρισθεῖσα ἐλαία διὰ τὸ ἀγρίᾳ ἐμφύεσθαι: 1
- λαμβάνω πρόσωπον, προσδέχομαι πρ., θαυμάζω πρ.: 1
- λαμπρός: 1
- λειπόμενοι: 1 2 3
- λείπομαι: 1 2
- λείπωνται: 1
- λείπόμενοι: 1
- λεύειν, ἀγαπᾶτε, φιλία: 1
- λογισμοί δικαίων κρίματα: 1
- λογίζω: 1
- λέγει: 1 2
- λέγει (sc. ἡ γραφή): 1
- λέγεις τοίνυν ὡς Αἰγυπτίων οἱ ολείους, καὶ τὸ ἐφ᾽ ἡμῖν ἐκ τῆς τῶν ἀστέρων ἀνῆψεν κινήσεως. τὸ δὲ πῶς ἔχει δεῖ δίχα πλειόνων ἀπὸ τῶν Ἑρραϊκῶν σοι νοημάτων διερμηνεῦσαι. δύο γὰρ ἔχει ψυχὰς, ὡς ταῦτά φησι τὰ γράμματα, ὁ ἄνθρωπος. καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως, ἡ δὲ, ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς, εἰς ἣν ἐπεισέρπει ἡ θεοπτικὴ ψυχή. τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων, ἡ μὲν ἀπὸ τῶν κόσμων εἰς ἡμᾶς καθήκουσα ψυχὴ, ταῖς περιόδοις συνακολουθεῖ τῶν κόσμων· ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητῶς παροῦσα, τῆς γενεσιουργοῦ κινήσεως ὑπερέχει, καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἥ τε λύσις γίνεται τῆς εἱμαρμένγς, καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος, θεουργία τε, ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται, κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται.: 1
- λίθων μὲν γὰρ παρ᾽ αὐτοῖς: 1
- λόγ. ἀλ.: 1 2 3
- λόγον μ͒ν ἔχοντα σοφίας: 1
- λόγον σοφὸν . . . ἤκουσεν ὁ σπαταλῶν καὶ ἀπήρεσεν αὐτῷ: 1
- λόγος: 1 2 3 4
- λόγος ἀληθείας: 1 2
- λόγῳ ἀληθείας: 1 2 3
- μ. αὐχεῖ: 1
- μακαρία: 1
- μακαρίων: 1
- μακροθυμήσατε καὶ ὑμεῖς, στηρίξατε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ κυρίου ἤγγικεν: 1
- μακάριος: 1 2 3 4 5
- μαμωνᾶ τ. ἀδ.: 1
- μανία: 1
- μαραινόμενα: 1
- μαρανθήσεται: 1
- μαραίνομαι: 1
- ματαία ἡ πίστι ὑμῶν: 1
- μεγαλ9αυχέω: 1
- μεγαλόψυχος: 1
- μεγάλα αὐχεῖ: 1 2
- μεγάλαυχεῖ: 1
- μεγάλαυχέω: 1 2
- μεστὴ καρπῶν ἀγαθῶν: 1
- μεστὴ ἐλέους: 1
- μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου: 1
- μεστή: 1
- μεστόν: 1
- μεστός: 1
- μεταβολή: 1
- μετάγομεν: 1
- μετάγω: 1
- μείζονα δὲ δίδωσιν χάριν: 1
- μείζονα δὲ δίδωσιν χάριν· διὸ λέγει, Ὁ θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν.: 1
- μεῖζον: 1 2
- μεῖζον κρίμα ληψόμεθα: 1
- μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι Ἀ: 1
- μηδέ: 1
- μοιχαλίδες: 1 2 3 4 5 6 7
- μοιχαλίδες, οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ θεοῦ ἐστίν; ὃς ἐὰν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ θεοῦ καθίσταται.: 1
- μάταιος: 1 2
- μάτην δὲ σέβονταί με: 1
- μάχαι: 1 2
- μάχεσθε: 1
- μάχεσθε καὶ πολεμεῖτε: 1 2
- μάχη: 1 2
- μάχομαι: 1
- μέλος: 1
- μέμυκε δὲ γαῖα καὶ ὕλη· πολλὰς δὲ δρῦς ὑψικόμους ἐλάτας τε παχείας οὔρεος ἐν βήσσῃς πιλνᾷ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ἐμπίπτων, καὶ πᾶσα βοᾷ τότε νήριτος ὕλη: 1
- μέν: 1
- μέντοι: 1 2 3
- μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ του κυρίου: 1
- μὴ δύναται, ἀδελφοί μου, συκῆ ἐλαίας ποιῆσαι ἢ ἄμπελος σῦκα; οὔτε ἁλυκὸν γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ.: 1
- μὴ δῶτε δὲ: 1
- μὴ εἰσέλθητε: 1
- μὴ κατακαυχᾶσθε: 1
- μὴ πλανᾶσθε: 1
- μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι: 1
- μὴ πάντες διδάσκαλοι: 1
- μὴ στενάζετε, ἀδελφοί, κατ᾽ ἀλλήλων, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἰδοὺ ὁ κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν.: 1
- μὴ ἀδυνατεῖ παρὰ τῷ θεῷ ῥῆμα: 1
- μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ: 1
- μὴ ἁμαρτάνειν ἐν γλώσσῃ: 1
- μὴ ἐπείρασεν ὑμᾶς ὁ τειράζων: 1
- μὴ ἔπεχε θυσίᾳ ἀδίκῳ, ὅτι κύριος κριτής ἐστιν καὶ οὐκ ἔστιν παρ᾽ αὐτῷ δόξα προσώπου: 1
- μή: 1 2
- μή πως ἔρις, ζῆλος, θυμοί, ἐριθίαι, καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις, ἀκαταστασίαι: 1
- μήτε: 1
- μήτι: 1 2
- μήτι ἡ πηγὴ ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν; : 1
- μήτ᾽ ἔργον ἀπείραστον παραλείποντες: 1
- μίμημά τι κύκλων: 1
- μόνοις δ᾽ ὑμῖν ὑπάρχει καθαρὰν εὐγένειάν τε καὶ πολιτείαν αὐχῆσαι: 1
- μᾶλλον δὲ μὴ ὡς ἡμῶν δεδιότων, ἀλλ᾽ ἴσως ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν παῖς ὅστις τὰ τοιαῦτα φοβεῖται: 1
- νεκρά: 1 2 3
- νεκρά ἐστιν: 1
- νεκρός: 1
- νηστεύομεν: 1
- νοητόν: 1
- νοθεύεται μέν: 1
- νομοθέτης: 1
- νήριτος: 1
- νόμον . . . βασιλικόν: 1
- νόμον τελεῖτε βασιλικόν: 1
- νόμον τέλειον τὸν τ. ἐλευθερίας: 1
- νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας: 1
- νόμος: 1 2 3
- νόμος πάντων βασιλεύς: 1
- νόον ἔχειν: 1
- νότος: 1
- οἰ κλάδοι μου κλάδοι δόξης καὶ χάριτος: 1
- οἰκουμένη: 1 2
- οἰέσθω: 1
- οἱ Χαλδαίζοντες: 1
- οἱ γονεῖς [αὐτοῦ]: 1
- οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοί: 1
- οἱ δοκοῦντες στύλοι εἶ̂ναι: 1
- οἱ δὲ Γερμανοὶ ἀπὸ μὲν τῶν πεδίων καὶ εἴτινες ἦσαν χῶραι ἄδενδροι ἀνακεχωρήκεσαν· ἐν δὲ ταῖς ὕλαις ἐκρύπτοντο, περί τετὰ ἕλη διέτριβον: 1
- οἱ δὲ μύες νῦν ὀρχοῦνται τῆς σῆς δραξάμενοι σπατάλης.: 1
- οἱ δὲ τῆς στρατηγίας ὀρεγόμενοι διὰ ταύτης τῆς ἀρχῆς ἐξεριθεύονται τοὺς νέους, καὶ παρασκευάζουσιν εὔνους συναγωνιστὰς εἰς τὸ μέλλον: 1
- οἱ δὲ ἔλκουσι· ἐπεὰν δὲ ἐξελκύσθῃ ἐς γῆν: 1
- οἱ εἰρηνοποιοί: 1
- οἱ καθεύδοντες ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων καὶ κατασπαταλῶντες ἐπ͖ ταῖς στρωμναῖς αὐτῶν, : 1
- οἱ ἀγ. τὸ σωτήριόν σου: 1
- οἱ ἀδελφοί αὐτῆς: 1
- οἱ ἐγγύτατοί μου, Ἄλλος· ἀδελφοί μου: 1
- οἱ ἔχοντες τοῖς λειπομένοις πᾶσιν ἐπικουροῦμεν: 1
- οἴδατε: 1 2
- οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τῆς αὔριον ποία ἡ ζωὴ ὑμῶν· ἀτμίς γάρ ἐστετῆς αὔριον . . . γάρ ἐστε] τὰ τῆς αὔριον· ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμίς ἐστε ἡ: 1
- οἵτινες ἐπίσημοι ἐν τ. ἀποστόλοις: 1
- οἶδα: 1
- οἶδεν ὁ τὴν ἔμφυτον δωρεὰν τῆς διδαχῆς αὐτοῦ θέμενος ἐν ἡμῖν: 1
- οὐ: 1 2 3
- οὐ γὰρ ὑποστελεῖται πρόσωπον ὁ πάντων δεσπότης, οὐδὲ ἐντραπήσεται μέγεθος: 1
- οὐ γάρ ἐστιν προσωποληψία παρὰ τῷ θεῷ: 1
- οὐ διεκρίθητε ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐγένεσθε κριταὶ διαλογισμῶν πονηρῶν: 1
- οὐ δικαιοῦται . . . ἐὰν μή: 1
- οὐ διψυχήσεις πότερον ἔσται ἢ οὔ: 1
- οὐ κατεργάζεται: 1
- οὐ κατέρχεται: 1
- οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα: 1
- οὐ συναπώλετο: 1
- οὐ χρή, ἀδελφοί μου, ταῦτα οὕτως γίνεσθαι: 1
- οὐδεμία πηγὴ ἀλ. καὶ γλυκύ: 1
- οὐδεὶς δαμάσαι δύναται: 1
- οὐδὲ γὰρ ἂν ἐδείσαμεν, εἰ παντελῶς ἀπείραστος αὐτῶν (sc. venomous serpents) ἡ ἡμετέρα φύσις μεμενήκει: 1
- οὐδὲ πρός τινα εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα: 1
- οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τ. πέμψαντος αὐτόν: 1
- οὐδὲν γὰρ πρόσφατον ὁ χριστὸς προσείληφεν ἀξίωμα, ἀλλ᾽ ἄνωθεν τέλειον αὐτὸν καὶ τῷ Πατρὶ κατὰ πάντα ὅμοιον εἶναι πεπιστεύκαμεν: 1
- οὐδὲν ἔργον: 1
- οὐδὲν ἔχει δίλαιον οὐδ᾽ ἀληθινὸν οὐδ᾽ ἁπλοῦν οὐδ᾽ ἐλευθέριον: 1
- οὐδέ: 1 2
- οὐδέ τι εἰ μὴ τ. ἀνθρώπους: 1
- οὐδέ τινι εἰ μὴ τ. ἱερεῦσιν μόνοις: 1
- οὐκ: 1
- οὐκ αὐτοι βλασφημοῦσιν: 1
- οὐκ αὐτοι βλασφημοῦσιν τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθέν ἐφ᾽ ὑμᾶς;: 1
- οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία: 1
- οὐκ οἴεται δεῖν οὐδ᾽ ἀξιοῖ σύμβουλος εἶναι πραγμάτων τηλικούτων ἀλλ᾽ ὑπουργὸς καὶ διάκονος: 1
- οὐκ ἀργοὺς οὐδὲ ἀκάρπους: 1
- οὐκ ἐντεῦθεν: 1
- οὐκ ἐξ ἔργων: 1
- οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη: 1
- οὐκ ἐσμὲν λίθων θεραπευταί, ἀλλὰ μόνον θεοῦ τοῦ πρὸ πάντων . . . καὶ τ. χριστοῦ αὐτοῦ . . . ἐσμὲν θρησκευταὶ: 1
- οὐκ ἔνι: 1
- οὐκ ἔσεσθε βασιλικοί: 1
- οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία: 1
- οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωφεν κατερχοµένη, ἀλλὰ ἐπίγειος, ψυχικὴ, δαιµονιώδης: 1
- οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη: 1
- οὐκ ἔχετε: 1
- οὐχ οἱ πλούσιοι: 1
- οὐχ ὁ θεὸς ἐξελέξατο: 1
- οὓς ἐξελέξατο: 1
- οὔτε: 1
- οὔτε ἁλυκὸν γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ: 1
- οὔτως καὶ ἡ γλῶσσα μικρὸν μέλος ἐστὶν καὶ μεγάλα αὐχεῖ. ἰδοὺ ἡλίκον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει·: 1
- οὕτως: 1
- οὕτως (or, οὗ τὸ) ἔμφυτον τῆς δωρεᾶς πνευματικῆς χάριν εἰλήφατε: 1
- οὕτως καὶ: 1 2
- οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ᾽ ἑαυτήν.: 1
- οὕτως λαλεῖτε καὶ οὕτως ποιεῖτε: 1
- οὕτως λαλεῖτε καὶ οὕτως ποιεῖτε ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι.: 1
- οὕτως οὑκ ἔνι ἐν ὑμῖν οὐδείς σοφὸς ὃς κ.τ.λ.: 1
- οὖν: 1
- οὗτος: 1
- οὗτος οἰκεῖ ὄρη καὶ ὕλας: 1
- οὗτος ἐναλίων ζῴων καὶ πεζῶν καὶ ἀερίων φύσεις ἐχώρισεν: 1
- πίστις: 1
- παθητῆς: 1
- παντοίην δ᾽ ἐν ὄρει θηεύμενοι ἄγριον ὕλην: 1
- παπεινὸς τῇ καρδίᾳ : 1
- παπεινόφρων, ταπεινοφροσύνη : 1
- παρά: 1
- παρέρχομαι: 1
- παραβάτης: 1
- παραβαίνω: 1
- παραβάται: 1
- παρακύπτω: 1
- παρακύψαν μόνον οἴχεται: 1
- παρακύψαντα ἐπὶ τὸν τ. πόλεως πόλεμον, πρὸς Ἀρτάβαζον καὶ πανταχοῖ μᾶλλον οἴχεται πλέοντα: 1
- παρακύψας: 1
- παραλεγιζόμ^νοι (ἑαυτούς): 1
- παραλλαγή: 1
- παραλλαγή: 1
- παραλλάξ: 1
- παραλογίζομαι: 1
- παραλογιζόμενοι: 1
- παραλογιζόμενοι ἑαυτούς: 1
- παραμένω: 1
- παραμείνας: 1 2
- παρεκάλει: 1
- παρελεύσεται: 1
- παρελογίσατο ἐν λόγοις ὅτι οὐκ ἔστιν ὁρῶν καὶ κρίνων: 1
- παροξύνω: 1
- παρρίψασα δὲ κισσὸν χεῖρα περισφίγξω χρυσοδέτῳ σπατάλῃ: 1
- παρὰ: 1 2
- παρὰ δὲ τοῖς Ἕλλησιν ὁ πολὺς ἀπαράσκευος προσιὼν ὀψέ ποτε τῆς φιλοσοφίας ἅπτεται, καὶ μέχρι τινὸς φιλοπονήσας ἀπῆλθε, περισπασθεὶς ὑπὸ βιωτικῆς χρείας, ὀλίγοι δὲ παντελῶς ἐπὶ φιλοσοφίαν ἀποδύντες ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένουσιν ἐν τῷ μαθήματι: 1
- παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς: 1
- παρὰ τοῦ θεοῦ: 1
- παρὰ τῷ θεῷ: 1
- παρὰ τῷ κυρῖῳ τὸ ἔλεος καὶ πολλὴ παρ᾽ αὐτῷ λύτρωσις: 1
- παρὰ ἀνθρώποις: 1
- παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατον ἀλλ᾽ οὐ παρὰ θεῷ, πάντα γὰρ δυνατὰ παρὰ [τῷ] θεῷ: 1
- παρά: 1
- παράβασις: 1
- παράλλαξις: 1
- παρέρχομαι : 1
- παρ᾽ ᾧ: 1
- πατήρ: 1
- πατήρ: 1
- πειράζω: 1
- πειραζόμενος: 1
- πειραζόμενος : 1
- πειραζόμενος ὑ. τ. δ.: 1
- πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ: 1
- πειρασθῆναι: 1
- πειρασθῆναι ὑπὸ τ. διαβόλου: 1
- πειρασμοί: 1 2 3 4 5
- πειρασμοῖς: 1 2
- πειρασμός: 1
- πειρασμόν;: 1
- πειρασμός: 1 2 3 4 5 6 7
- πειρασμός : 1
- πειράζει: 1
- πειράζει Κύριος ὁ θεός σου ὑμᾶς εἰδέναι εἰ κ.τ.λ.: 1
- πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα: 1
- πειράζειν: 1 2
- πειράζειν τ. πτέρυγας: 1
- πειράζομαι: 1
- πειράζω: 1 2 3 4 5
- πειράζω = πειρῶμαι: 1
- πειρᾶσθαι τῶν ἀπειράστων οὐκ ἀσφαλές: 1
- πειρῶμαι: 1
- πεπειπαμένον: 1
- πεπειρασμένον: 1
- περιπίπτω: 1
- περιπέσητε: 1
- περισσεία: 1
- περισσεία: 1 2
- περισσότερον: 1 2
- περιτέμνεσθε τ. σκληροκαρδίας: 1
- περιφορὰν καὶ γένεσιν λέγοντες: 1
- περὶ δειλῶν καὶ διψύχων: 1
- περὶ μὲν τῶν ἀνηκόντων τῇ θρησκείᾳ ἡμῶν: 1
- περὶ τὰ ἀφροbίσια: 1
- περὶ τὰ ἄλλα ὅσα σπαταλῶσα ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχὴ ἡμῶν, οὐκ ἀρκουμένη τοῖς ἀναγκαίοις, περιεπγαζομένη δὲ τὴν χλιδήν.: 1
- περίεργος: 1
- πετεινόν: 1
- πετεινά: 1
- πείθειν: 1
- πείθομαι: 1
- πηγή: 1
- πηγή: 1 2
- πηδάλιον: 1
- πηδαλίου: 1
- πηρός, κολοβός, χωλός: 1
- πικρός: 1
- πικρόν ἁλυκόν : 1
- πιστέυω: 1
- πιστεύουσιν: 1
- πλανάω: 1
- πλατύνω, πλατυσμός, πλατεῖα: 1
- πληγὰς λαβὼν καὶ παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξελκυσθείς: 1
- πληρόω: 1
- πλουσίους: 1
- πλουσίους το͛τους καταλιπεῖν (τ. παῖδας) καὶ σπαταλῶντας θρέψαι.: 1
- πλουσίους ἐν πίστει: 1
- πλούσιος: 1
- πλούσιος: 1
- πλάσμα: 1
- πνευματικός: 1
- πνευματίζω: 1
- πνεύματα πονηρά: 1
- πνεῦμα: 1 2
- ποιέω: 1
- ποιητής: 1
- ποιηταὶ: 1
- ποιηταὶ λόγου: 1
- ποιητής: 1 2
- ποικίλος: 1
- ποικίλοις: 1
- ποιέω: 1
- ποιῆσις: 1
- πολεμέω: 1
- πολλὰ: 1
- πολλὰ γὰρ πταίομεν ἄπαντες: 1
- πολλὰ γὰρ πταίομεν ἄπαντες. εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα.: 1
- πολλὰ πταίομν ἅπαντες : 1
- πολλὰ τῶν φώτων: 1
- πολλὰ τῶν ἄλλων παθῶν (besides fear) ἀφιλότιμα καὶ ἀγεννῆ: 1
- πολλάκις: 1
- πολύς: 1
- πολέμους: 1
- πολύ: 1
- πολύσπλαγχνος (? -ως): 1
- πονηρός: 1
- πονηρὸς οὗτος ἄνωθεν ἐκ τοῦ Ἀνακείου κἄδικος: 1
- πορεία: 1
- πορείαις: 1 2
- πορισμός: 1
- πορία: 1
- πορίαις: 1
- ποῦ γὰρ τοῖς ἰδίωταις πρὸ μικροῦ θέμις εἰς ἡγεμονικῆς (imperial) ψυχῆς παρακύψαι βουλεύματα: 1
- πραΰτης: 1
- πραΐτης: 1
- πραΰτητι: 1
- προσωπολημπτέω: 1
- προσωπολημπτέω: 1 2
- προσωπολημψία: 1
- προσωπολημψία: 1 2
- προσωπολημψίαις: 1
- προσωποληπτεῖτε: 1
- προσωποληψίαις: 1
- προσωπολήμπτης : 1
- πρόσωπον: 1
- πρέπει: 1
- πρὸς μὲν τοὺς ἀλλοτρίους τὴν ἐκ τῶν νόμων ἀκρίβειαν: 1
- πρὸς φθόνον: 1
- πρὸς φθόνον κ.τ.λ.: 1 2 3
- πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ θεοῦ ἐν προσώπω ῳ Χριστοῦ: 1
- πρὸς ἀλήθειαν: 1
- πρὸς ἄνδρα οἷόν σε ἁπλοῖκὸν καὶ τῶν ὄντων κοινωνικόν: 1
- πρὸς ὀλίγον: 1
- πρὸς ὀργήν: 1
- πρόβατα: 1
- πρός: 1
- πρόσωπον: 1 2
- πρᾶγμα: 1
- πρᾷος καὶ ἁπλοῦς καὶ φιλάνθρωπος: 1
- πρῶτον μὲν ζῆλος, ἀπὸ ζήλου δὲ φθόνος.: 1
- πρῶτον μὲν ἔφριξε καὶ τι τῶν τότε ὑπῆλθεν αὐτὸν δειμάτων, εἶτα προσορῶν ὡς θεὸν σέβεται.: 1
- πρῶτον μὲν, ἔπειτα: 1
- πταίω: 1
- πταίσῃ: 1
- πτωχοὶ εὐαγγελίζονται: 1
- πόλεμος: 1
- πόρνη: 1
- πάντων: 1
- πάρα: 1
- πέμπετέ μ᾽ εἰς ὄρος· εἶμι πρὸς ὕλαν καὶ παρὰ πεύκας: 1
- πένητας ἐκ πλουσὶων καὶ ἀπόρους ἐξ εὐπόρων γεγενῆσθαι μηδὲν ἀδικοῦντας ἐξαίφνης καὶ ἀνοίκους καὶ ἀνεστίους, ἐξεωσμένους καὶ πεφυγαδευμένους τῶν ἰδίων οἰκιῶν κ.τ.λ.: 1
- πέτρας ἅτε ταῦρος.: 1
- πίπτω: 1
- πίστις: 1 2 3 4
- πόθεν: 1
- πόλεμοι: 1 2 3 4 5
- πόπον ὕλης γέμοντα: 1
- πόρνη ἀγγέλους: 1
- πύρωσις: 1
- πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ: 1
- πᾶν φαῦλον πρᾶγμα: 1
- πᾶν ῥῆμα ἀργόν: 1
- πᾶς: 1 2
- πᾶς ἄνθρωπος: 1
- πᾶσα γὰρ φύσις: 1
- πᾶσα γὰρ φύσις θηρίων τε καὶ πετεινῶν ἑρπετῶν τε καὶ ἐναλίων δαμάζεται καὶ δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπινῃ·: 1
- πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστιν, καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ᾽ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα.: 1
- πᾶσα δόσις ἀγαθή: 1
- πᾶσα εὔροια: 1
- πᾶσα σὰρξ χόρτος πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου. χόρτος: 1
- πᾶσα, πᾶν: 1
- πᾶσαν χαράν: 1
- πᾶσιν: 1
- πᾶσά σοι ἀσφάλεια, πᾶσά σοι εὐμάρεια: 1
- πῦρ: 1 2
- πῶς πειράζεις τὸν ἀπείραστον: 1
- σαλευόμενος καὶ ἀκαταστατῶν: 1
- σητόβρωτα γέγονεν: 1
- σκίασμα: 1
- σοφία: 1
- σοφός: 1
- σοφία: 1
- σοφίας: 1
- σοφὸς καὶ ἐπιστήμων: 1
- σπαθάω: 1
- σπαταλάω: 1
- σπαταλάω: 1 2
- σπατάλας: 1
- σπατάλη: 1
- σπατάλημα: 1
- σπείρεται: 1 2
- σπιλόω: 1
- σπάταλον καὶ βασιλικὸν τὸ φιλοτέχνημα: 1
- σπάω: 1
- στέφανος τ. ζωῆς, ὁ: 1
- στηρίζω: 1
- στρατεύομαι: 1
- στρατεύεσθαι: 1
- στρατεύω: 1
- στρεβλὰ φύεται καὶ ἄκαρπα καθίσταται, τυχόντα δὲ ὀρθῆς παιδαγωγίας ἔγκαρπα γίνεται καὶ τελεσφόρα: 1
- στένων καὶ τρέμων : 1
- στέφανος: 1 2 3 4
- στέφανος, δόξης, τρυφῆς, καυχήσεως, τῆς ὕβρεως, κάλλους, χαρίτων: 1
- στῆθι ἢ κάθου: 1
- συκῆ: 1
- συλλαβοῦσα τίκτει: 1
- συλλαμβάνω: 1
- συναγωγή: 1
- συναγωγή: 1 2 3 4 5
- συναγωγήν: 1
- συνεργέω: 1
- συνεργέω: 1
- συνέδριον κριτῶν: 1
- συνέριθος: 1
- συνήργει: 1 2
- συνήργέω: 1
- συνήχθησαν . . . ἐκκλησία: 1
- σφαίρας ἐντόρνου ἀπεικασμένα φοραῖς: 1
- σωθήσεται : 1
- σωμαρικαί: 1
- σώζω: 1
- σάλος: 1
- σίγησον: 1
- σὺ πιστεύεις: 1
- σὺ πιστεύεις ὅτι εἶς θεὸς ἔστινθεὸς ἔστιν] ὁ θεὸς ἔστιν: 1
- σὺν τῷ καύσωνι: 1
- σύ: 1
- σύρω : 1
- σώζω: 1
- σῶμα πνευματικόν: 1
- σῶμα ψ.: 1
- σῶσαι: 1
- τ. γενέσεως: 1 2 3
- τ. γνώμην ἐπισφαλῆ καὶ ἀκατάστατον: 1
- τ. δ. φ.: 1
- τ. διδαχῆς: 1
- τ. δόξης: 1 2
- τ. δόξης τ. μεγάλου θεοῦ κ. σωτῆρος ἡμῶν: 1
- τ. κυρίου: 1 2
- τ. κυρίου τ. δόξης: 1
- τ. κυρίου ἡμῶν Ἰ. Χ.: 1
- τ. νόμου : 1
- τ. περιττὰς φύσεις τοῦ ἡγεμονικοῖ: 1
- τ. πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας: 1
- τ. πρόσωπον αὐτοῦ: 1
- τ. πίστιν: 1
- τ. τροχὸν τ. γενέσεως: 1
- τ. φίλους ἀσθενοῦντας: 1
- τ. ἀγ. τὸν θεόν: 1
- τ. ἀδελφὸν καὶ συνεργὸν καὶ συστρατιώτην μου, ὑμῶν δὲ ἀπόστολον: 1
- τ. ἀδικίας: 1
- τ. ἀλήθειαν: 1
- τ. ἀπολλυμένοις κ.τ.λ.: 1
- τ. ἡγαπ. τ. ἐπιφάνειαν αὐτοῦ: 1
- τ. ἡμετ. θρησκείας: 1
- τ. ἰδίας ἐπιθυμίας: 1
- τέλειος: 1
- τίκτω: 1
- τα στόματα: 1
- ταλαιπωρήσατε καὶ πενθήσατε καὶ κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραπήτωμεταστραπήτω] μεταστραφήτω: 1
- ταλαίπωροί εἰσιν οἱ δίψυχοι, οἱ διστάζοντες τῇ ψυχῇ κ.τ.λ.: 1
- ταπείνωσις: 1
- ταπεινοῖς δὲ: 1
- ταπεινός: 1
- ταπεινός: 1
- ταπεινώθητε ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑμας.: 1
- ταρεινοφροσύνη: 1
- ταχύς: 1
- ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι: 1
- ταχύς : 1
- ταύτην (τ. λήθην) δή μοι θεῶν τις ἐνῆκε, δοκίμιον ἐσομένην τῆς σῆς περὶ συνθήκας εὐσταθείας: 1
- ταῖς δώδεκα φυλαῖς: 1
- ταῦτα: 1
- τελέω: 1
- τελειόω: 1
- τελεῖτε: 1 2
- τελέσῃ: 1
- τηλικαῦτα ὄντα καὶ ὑπὸ ἀνέμων σκληρῶν ἐλαυνόμενα: 1
- τηρέω: 1
- τηρεῖν, τοῖς δὲ συγγενέσι καὶ φίλοις ἁπλῶς χρῆσθαι καὶ γενναίως κατὰ δύναμιν: 1
- τηρήσῃ: 1
- τι πρόσωπον τ. γενέσεως αὐτοῦ: 1
- τις: 1 2 3
- τις . . . ἐξ ὑμῶν: 1
- τοὺς δώδεκα φυλάρχους ἐξ ὧν τὸ δωδεκάφυλον τοῦ Ἰσραὴλ συνίσταται: 1
- τοὺς καθ᾽ ὁμοίωσιν θεοῦ γεγονότας: 1
- τοὺς κατασκοπεύσαντας : 1
- τοὺς πτωχοὺς τῷ κόσμῳ: 1
- τοὺς χαλινοὺς: 1
- τοὺς ἀγγέλους: 1
- τοὺς ἀνδρείους καὶ σπατάλους: 1
- τοὺς ἀνθρώπους: 1
- τοὺς ἐπὶ τ. παθῶν τειρασμούς: 1
- τοὺς ἐριθευομένους: 1
- τούτοις (tried ascetes) συμβίβηκε μὴ τοῖς γηΐνοις ἀλλὰ ταῖς ἐπουρανίαις ἐπιστήμαις τρέφεσθαι: 1
- τοῖς: 1
- τοῖς Αἰγυπτίοις τρόχοις αἰνίττεταί τι.: 1
- τοῖς δὲ οἰομένοις ὅτι ὁ θεὸς πειράζει, ὡς αἱ γραφαὶ λέγουσιν, ἔφη, Ὁ πονηρός ἐστιν ὁ πειράζων· ὁ καὶ αὐτὸν πειράσας: 1
- τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην: 1
- τοῖς σπατάλοις κλέμμασι, . . . ἐκ σπατάλης: 1
- τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν: 1
- τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ: 1
- τοῖς ἔργοις αὐτοῦ: 1
- τοῖς ὄρεσι: 1
- τοῦ αἰῶνος τούτου: 1
- τοῦ εὐθύνοντος: 1
- τοῦ κυρίου: 1
- τοῦ κυρίου ἡμῶν: 1
- τοῦ κύκλου τ. γενέσεως: 1
- τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν: 1
- τοῦ μὴ ἀμαρτάνειν ἐν γλώσσῃ μου: 1
- τοῦ νόμου: 1
- τοῦ παιδός μου: 1
- τοῦ πατρὸς τῶν φώτων: 1
- τοῦ πονηροῦ: 1
- τοῦ σώματος: 1
- τραχύς: 1
- τροπή: 1
- τροπή: 1
- τροπή (? ῥοπή: 1
- τροπῆς: 1
- τροχὸν τ. γενέσεως, ὁ: 1
- τροχὸν τ. γενέσεως: 1
- τροχός: 1
- τρυφαῖς (ῶν): 1
- τρυφητής: 1
- τρυφφητῶν: 1
- τρυφάς: 1
- τρυφή, τρυφερά, τρυφῇς: 1
- τρέπεται: 1
- τρέφω: 1
- τρέω: 1
- τρίβοι: 1
- τρίτον διδασκάλους: 1
- τρόχον: 1
- τυφλοὶ ἐν ταῖς ἐξόδοις: 1
- τὰ βαρύτερα τ. νόμου: 1
- τὰ δαιμόνια: 1
- τὰ δώδεκα σκῆπτρα τ. Ἰσραήλ: 1
- τὰ θεῖα: 1
- τὰ μιάσματα τ. κόσμου: 1
- τὰ νόμιμα τ. ἐθνῶν μάταια: 1
- τὰ πεδία: 1
- τὰ πρόβατα ταῦτα ὡσεὶ τρυφῶντα ἦν καὶ λίαν σπαταλῶντα, καὶ ἱλαρὰ ἦν σκιρτῶντα ὧδε κἀκεῖσε: 1
- τὰ χερσαῖα: 1
- τὰ ἀγαθά: 1
- τὰ ἀνάγκαια ἐπιτήδεια: 1
- τὰ ἄλση: 1
- τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος: 1
- τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες: 1
- τὰ ἔργα αὐτοῦ: 1 2
- τὰ ὄρη: 1
- τὰς μὲν κύνας δῆσαι ἄποθεν ἐκ τῆς ὕλης: 1
- τὰς ψυχὰς ὑμῶν ἡγνικότες ἡν τῇ ὑπακοῇ τῆς ἀληθείας (leading on to) εἰς φιλαδελφίαν: 1
- τὰς ἀνθρωπινὰς ψυχάς: 1
- τὰς ἐπιστήμας: 1
- τέλειοι: 1 2
- τέλειον: 1 2 3
- τέλειον ἄνωθεν: 1
- τέλειος: 1 2 3 4 5 6 7 8 9
- τέλειος ἀνήρ: 1 2
- τέλος: 1
- τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δαμάσαι δύναται ἀνθρώπων: 1
- τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δαμάσαι δύναται ἀνθρώπων· ἀκατάστατον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου.: 1
- τὴν δὲ οὐρανοῦ περιφορὰν ἐξ ἀνάγκης περιάγειν φατέον ἐπιμελουμένην καὶ κοσμοῦσαν ἤτοι τὴν ἀρίστην ψυχὴν ἢ τὴν ἐναντίαν: 1
- τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Χ. Ἰ.: 1
- τὴν πίστιν: 1
- τὴν πίστιν τοίνυν οὐκ ἀργὴν καὶ μόνην: 1
- τὴν πίστιν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰ. Χ. τῆς δόξης: 1
- τὴν χρυσοκροτάλῳ σειομένην σπατάλῃ.: 1
- τὴν ἁπαλότητα τῆς ἀθεότητος: 1
- τήν τε τοῦ ἡλίον παράλλαξιν καὶ τὸ τῶν ἡμερῶν, τῶν τε νύκτων καὶ τῶν θερινῶν καὶ τῶν χειμερινῶν μέγεθος ἀκριβέστατα κατεφώρασεν: 1
- τί ὄφελος: 1
- τίμιον καρπόν: 1
- τίς γὰρ οἶδεν . . . τὰ τ. ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ πνεῦμα κ.τ.λ.: 1
- τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας: 1
- τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν: 1
- τὸ γλυκὺ τῆς ἀδικίας ὥσπερ δέλεαρ εὐθὺς ἐξεδήδοκε: 1
- τὸ γλυκὺ τῆς ἐπιθυμίας ὥσπερ δέλεαρ ἐξέλκειν: 1
- τὸ γὰρ μὴ ἐπιβλέπειν ἐφ᾽ ἑαυτὸν ἐλευθερίου: 1
- τὸ γὰρ ἐπιεικὲς δοκεῖ δίκαιον εἶναι, ἔστι δὲ ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δίκαιον . . . (17) καὶ τὸ τοῖς ἀνθρωπίνοις συγγινώσκειν ἐπιεικές: 1
- τὸ δωδεκάσκηπτρον τοῦ Ἰσραήλ: 1
- τὸ δωδεκάφυλον (ἡμῶν): 1
- τὸ δὲ μηδ᾽ ἐξ ὧν ἑωράκαμεν ἀξιοῦν πεπαιδεῦσθαι πᾶσα ἂν εἴη σνμφορά: 1
- τὸ εὐαγγελισθὲν εἰς ὑμᾶς: 1
- τὸ εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου θεοῦ: 1
- τὸ θυσιαστήρ.: 1
- τὸ καλὸν ὄνομα: 1
- τὸ νοερὸν εἶδος: 1
- τὸ πνεῦμα: 1 2
- τὸ πρόσωπον: 1
- τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ: 1
- τὸ σκίασμα τῆς γῆς: 1
- τὸ σύμπαν Ἰουδαίων ἔθνος . . . τοῦ σύμπαντος ἀνθρώπων γένους ἀπεωεμήθη οἷά τις ἀπαρχὴ τῷ ποιητῇ καὶ πατρί: 1
- τὸ τῶν ἐναλίων γένος: 1
- τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλόν: 1
- τὸ ἐπικληθέν ἐφ᾽ ὑμᾶς: 1
- τὸ ἔργον: 1
- τὸ ὄνομα: 1
- τὸν δυνάμενον σῶσαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν: 1
- τὸν κατὰ θεὸν κτισθέντα . . . τῆς ἀληθείας: 1
- τὸν κύριον (not θεόν) καὶ πατέρα: 1
- τὸν κύριον καὶ πατέρα: 1
- τὸν κύριον τῆς δόξης: 1
- τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας: 1
- τὸν στέφανον τ. ζωῆς: 1
- τὸν στέφανον τῆς ζωῆς: 1 2
- τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως: 1
- τὸν τῆς γενέσεως κύκλον: 1
- τὸν τῆς ἐλευθερίας: 1
- τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ χριστοῦ, ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ θεοῦ: 1
- τὸν ἔμφυτον λόγον: 1 2 3
- τὸν ἕτερον νόμον: 1
- τό ναί: 1
- τόν τροχὸν τῆς γενέσεως: 1
- τῆς: 1
- τῆς γενέσεως: 1
- τῆς δόξης: 1 2 3 4
- τῆς δόξης τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν, Χριστοῦ Ἰησοῦ: 1
- τῆς κακοπαθίας: 1
- τῆς ψυχῆς: 1
- τῆς ἀληθείας: 1
- τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τὸ κατ᾽ ἀρχὴν συζυγίαν συνέσεως καὶ σωτηρίας λαβούσης εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας θρησκείας τε τῆς εἰς τὸν ἕνα καὶ πάντων δεσπότην, παρεισδῦσα εἰς εἰδωλοποιίας ἐξέτρεψε βασκανία τὸ ὑπέρβαλλον τῆς τῶν ἀνθρώπων μεγαλειότητος, καὶ πολλῷ χρόνῳ μεῖναν τὸ περισσὸν ἔθος ὡς οἰκείαν καὶ ἀληθῆ τὴν πλάνην τοῖς πολλοῖς παραδίδωσι: 1
- τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς μεγαλοψυχίας: 1
- τῆς ἐφημέρου τροφῆς: 1
- τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἡρέμα ἐξανεμίσασα: 1
- τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ: 1
- τῇ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περιόδῳ: 1
- τῇ τοῦ νοῦ περιόδῳ: 1
- τῇ φ. τῇ ἀνθ. (not τῇ ἀνθ. φ.): 1
- τῇ φανερώσει τ. ἀληθείας: 1
- τῇ φύσει τῇ ἀνθ.: 1
- τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπινῃ: 1
- τῇ ἀνδρείᾳ καὶ τῇ ὑπομονῇ: 1
- τῇ ὀργῇ: 1
- τῇ ὕλῃ: 1
- τῶν δακτυλίων πλῆθος ἔχων: 1
- τῶν θερισάντων: 1
- τῶν θρησκευόντων τ. μεγαλοπρεπῆ καὶ ἔνδοξον θρησκείαν τ. ὑψίστου: 1
- τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, αἵτινες στρατεύονται κατὰ τῆς ψυχῆς: 1
- τῶν σοβαρῶν: 1
- τῶν σπαταλώντων μνηστήρων: 1
- τῶν στρατευομένων: 1
- τῶν φώτων: 1
- τῶν ἀνθρώπων: 1
- τῶν ἄλλων: 1
- τῶν ἵππων: 1
- τῷ θεῷ καὶ πατρὶ: 1
- τῷ θεῷ καὶ πατρί: 1
- τῷ τῆς μοίρας τροχῷ καὶ τῆς γενέσεως, ὃν ἀδύνατον μεταλλάξαι κατ᾽ Ὀρφέα: 1
- τῷ φοβουμένῳ Κύριον οὐκ ἀπαντήσει κακόν· ἀλλ᾽ ἐν πειρασμῷ: 1
- τῷ φίλῳ: 1
- τῷ ἡγαπημένῳ σου: 1
- τῷ ὕψει αὐτοῦ: 1
- υἱὸν γεέννης: 1
- υἱόν: 1
- υὑὸς τ. ἀδελφοῦ: 1
- φίλος: 1
- φαῦλον: 1
- φαῦλος: 1
- φθονέω: 1
- φθονερὸν τὸ θεῖον: 1
- φθονεῖτε: 1 2 3
- φθονέω: 1
- φθόνος: 1
- φθόνον: 1
- φθόνος: 1 2 3 4 5 6 7
- φθόνος γὰρ ἔξω θείου χοροῦ ἵσταται: 1
- φιλία: 1
- φιλονεικίας τινὸς καὶ ῥαθυμίας: 1
- φιλοτιμὶα: 1
- φιλοτιμία: 1
- φιλάργυροι: 1
- φιλία: 1 2
- φλογίζω: 1
- φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεάννης: 1
- φοβήσεται, ἀκαταστατήσει, ταραχθήσεται: 1
- φοιτᾷ γὰρ ὑπ᾽ ἀγρίαν: 1
- φονεύω: 1
- φονεύετε: 1 2 3 4 5 6 7
- φονεύετε ζηλοῦτε: 1
- φρ.: 1
- φρίσσω: 1
- φρίσσουσιν: 1
- φυσικός: 1
- φωστῆρες: 1
- φύσις: 1
- φάγεται: 1
- φίλος: 1
- φύλλα τὰ μέν τ᾽ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ᾽ ὕλη τηλεθόωσα φύει: 1
- φύομαι: 1
- φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον: 1
- φῶτα: 1 2
- χ.: 1
- χάρις: 1
- χαίρειν: 1
- χαλιναγωγέω: 1
- χαλιναγωγῆσαι: 1
- χαλιναγωγῶν γλῶσσαν ἑαυτοῦ: 1
- χαρά: 1
- χαρά: 1
- χαράν: 1 2 3
- χαρίζεται δὲ ὁ θεὸς τοῖς ὑπηκόοις ἀτελὲς οὐδὲν, πλήρη δὲ καὶ τέλεια πάντα: 1
- χαίρειν: 1 2 3 4 5
- χορτάζω: 1
- χορτάζεσθε: 1
- χορτάζω: 1
- χρή: 1
- χριστός: 1
- χρυσοδακτύλιος: 1
- χρυσοδακτύλιος: 1
- χρυσός ἐστι τὸ ἄγαλμά σου, . . . λίθος ἐστίν, γῆ ἐστὶν ἐὰν ἄνωθεν νοήσῃς.: 1
- χρή: 1 2
- χωρίς: 1
- χωρὶς πνεύματος: 1
- χωρίς: 1
- χωρίς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ: 1
- χόρτος: 1
- χάρις: 1 2
- χάρις μώση: 1
- χόρτος: 1
- ψ. ἄνθρωπος: 1
- ψαλλέτω: 1
- ψευδολόγων: 1
- ψιθυρισμοί, φυσιώσεις: 1
- ψυχή: 1
- ψυχικαί: 1
- ψυχικοί, πνεῦμα μὴ ἔχοντες: 1
- ψυχικός: 1
- ψυχικὴ: 1
- ψυχικός δαιμονιώδης: 1
- ψυχή: 1 2 3
- ἀγαθούς: 1
- ἀγαθός: 1
- ἀγαθά;: 1
- ἀγαθή: 1 2 3
- ἀγαθός: 1 2 3
- ἀγαπάω: 1
- ἀγμὸν χρὴ ναοῖο θυώδεος ἐντὸς ἰόντα ἔμμεναι· ἁγνείη δ᾽ ἐστὶ φρονεῖν ὅσια.: 1
- ἀγνή: 1
- ἀγχόνην ἐπιφανῆ, κύκλον καὶ τροχὸν ἀνάγκης ἀτελευτήτου, . . . οὐκ ἀκολουθίαν καὶ τὸ ἑξῆς ἐν βίῳ καὶ τὸν εἱρμὸν τῶν τῆς φύσεως πραγμάτων, ὡς ἡ Θάμαρ, οὐ γὰρ κλοιὸς, ἀλλ᾽ ὁρμίσκος αὐτῆς ὁ κόσμος: 1
- ἀδ. μου: 1
- ἀδελφή: 1
- ἀδελφοὶ ἡμῶν: 1
- ἀδελφοί: 1
- ἀδελφοί μου: 1 2 3 4
- ἀδελφοί μου ἀγαπητοί: 1 2
- ἀδελφός: 1
- ἀδελφὸν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ: 1
- ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου: 1
- ἀδελφὸς τοῦ πατρὸς αὐτῆς: 1
- ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ: 1
- ἀδελφός μου: 1
- ἀδιάκριτος: 1
- ἀδικία: 1
- ἀδιάκριτος: 1 2 3
- ἀδολφιδοῦς: 1
- ἀδολφὸς: 1
- ἀεὶ δὲ ἄμεινον καθαρὰ καὶ λαμπρὰ ἱμάτια ἔχειν καὶ πεπλυμένα καλῶς ἢ ῥυπαρὰ καὶ ἄπλυτα, πλὴν τῶν τὰς ῥυπώδεις ἐργασίας ἐργαζομένων: 1
- ἀκ. κακόν: 1
- ἀκ. ἐν πάσαις τ. ὁδοῖς αὐτοῦ: 1
- ἀκαταστασία: 1
- ἀκαταστασία: 1 2 3
- ἀκατάστασία: 1
- ἀκατάστατοι ἐγένοντο: 1
- ἀκατάστατον: 1
- ἀκατάστατον κακόν: 1
- ἀκατάστατος: 1 2
- ἀκούω: 1
- ἀκούσατε: 1
- ἀκροατής: 1
- ἀκροαταί: 1
- ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς . . . ποιητὴς ἔργου: 1
- ἀκροατής: 1
- ἀκρόασις: 1
- ἀκτάστατος: 1
- ἀκάθαρτα: 1
- ἀλ.: 1
- ἀλήθεια: 1
- ἀλαζόνας: 1
- ἀλαζόνες: 1
- ἀλαζών: 1 2
- ἀλαλάζοντας: 1
- ἀληθινή: 1
- ἀλλὰ καὶ Διονύσιος ὁ Θρᾷξ ὁ γραμματικὸς ἐν τῷ Περὶ τῆς ἐμφάσεως περὶ τοῦ τῶν τροχίσκων συμβόλου φησὶ κατὰ λέξιν· ἐσήμαινον γοῦν οὐ διὰ λέξεως μόνον, ἀλλὰ καὶ διὰ συμβόλων ἔνιοι τὰς πράξεις, διὰ λέξεως μὲν ὡς ἔχει τὰ λεγόμενα Δελφικὰ παραγγέλματα, τὸ μηδὲν ἄγαν καὶ τὸ γνῶθι σαυτὸν καὶ τὰ τούτοις ὅμοια, διὰ δὲ συμβόλων ὡς ὅ τε τροχὸς ὁ στρεφόμενος ἐν τοῖς τῶν θεῶν τεμένεσιν εἱλκυσμένος παρὰ Αἰγυπτίων καὶ τὸ τῶν θαλλῶν τῶν διδομένων τοῖς προσκυνοῦσι. φησὶ γὰρ Ὀρφεὺς ὁ Θρᾴκιος·: 1
- ἀλλὰ ἐπίγειος: 1
- ἀλλά: 1
- ἀλλ᾽ οὔτε τῇ ψυχῆ κακόν ἐστιν ἡ τοῦ σώματος νόσος, εἴπερ ἰατρεία οὖσα τῆς ψυχῆς δέδεικται καὶ φαίνεται πολλαχοῦ ἐναργῶς αὐτή. καὶ εἰ ἐπιβλαβὴς δὲ τῷ μερικῷ σώματι ἡ νόσος ἦν καὶ ἡ φθορὰ αὐτῆς, ὡφέλιμος δὲ οὖσα ἐφαίνετο τῇ τε τοῦ χρωμένου ψυχῇ, καὶ τῇ τοῦ παντὸς συστάσει τῶν ἐν αὐτῷ στοιχείων, καὶ τῷ ἀπεράντῳ τῆς γενέσεως κύκλῳ, διὰ τοῦτο ἐπ᾽ ἄπειρον προϊόντι, διὰ τὸ τὴν ἄλλου φθορὰν ἄλλου γένεσιν εἶναι.: 1
- ἀλλ᾽ ἐρεῖ τις: 1 2 3 4
- ἀλλ᾽ ἐρεῖ τις Σὺ πίστιν ἔχεις;ἔχεις;] ἔχεις: 1
- ἀμίαντος: 1
- ἀμφιβαλλόμενα: 1
- ἀνέλεος: 1
- ἀνήρ: 1
- ἀναγγελῶ ὑμῖν τί ἐστιν ἐν χειρὶ Κυρίου, ἅ ἐστιν παρὰ Παντοκράτορι οὐ ψεύσομαι: 1
- ἀναγεγεννημένοι: 1
- ἀναπόδοτος: 1
- ἀναρριπίζω: 1
- ἀναστροφή: 1
- ἀναστροφή: 1
- ἀναστροφῆς: 1
- ἀνατέλλω: 1
- ἀναφέρω: 1
- ἀνεμίζω: 1
- ἀνεμιζομένῳ καὶ ῥιπιζομένῳ: 1
- ἀνεμοῦμαι: 1
- ἀνεμίζω: 1
- ἀνενέγκας κ.τ.λ.: 1
- ἀνερίθευτοι: 1
- ἀνεψιὸς: 1
- ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα . . . καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν θεόν: 1
- ἀνθρωπίνη φύσις: 1
- ἀνθρώπινος: 1
- ἀνθρώπου: 1
- ἀνθρώπων: 1
- ἀντίστητε δὲ τῷ διαβόλῳ: 1
- ἀντιλεγόμενα: 1
- ἀντιτάσσομαι: 1
- ἀντιτάσσεται: 1 2 3
- ἀντιτάσσεται ὑμῖν: 1
- ἀντὶ τοῦ λέγειν ὑμᾶς Ἐὰν ὁ κύριος θέλῃ,θέλῃ] θελήσῃ: 1
- ἀντίκειμαι: 1
- ἀνυπόκριτος: 1
- ἀνυπόκριτος: 1 2
- ἀνωθεν ἐρχόμενος: 1
- ἀνάγκα γὰρ τὼς πολλὰ ἔχοντας τετυφῶσθαι πρᾶτον, τετυφωμένως δὲ ἀλαζόνας γίγνεσθαι, ἀλαζόνας δὲ γενομένως ὑπερηφάνως ἦμεν καὶ μήτε ὁμοίως μήτε ἴσως ὑπολαμβάνεν τὼς συγγενέας κ.τ.λ., ὑπερηφάνως δὲ γενομένως ὑβριστὰς ἦμεν: 1
- ἀνάγκης: 1
- ἀνάστατος καὶ ἀκατάστατος: 1
- ἀνέκλειπτον: 1
- ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος: 1
- ἀνέτειλεν: 1
- ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν: 1
- ἀνήρ: 1
- ἀνήρ, . . . εἰκὼν καὶ δόξα θεοῦ ὑπάρχων, ἡ γυνὴ δὲ δόξα ἀνδρός ἐστιν: 1
- ἀνώτερον: 1
- ἀπ. κακῶν: 1
- ἀπέρχομαι: 1
- ἀπαρχή: 1
- ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ (v. ἐαυτοῦ) κτισμάτων: 1
- ἀπατάω: 1
- ἀπατῶν καρδίαν ἑαυτοῦ: 1
- ἀπαύγασμα τ. δόξης: 1
- ἀπαύγασμα τῆς δόξης: 1
- ἀπείραστός: 1
- ἀπεκύησεν: 1
- ἀπεκύησεν ἡμᾶς: 1
- ἀπελήλυθεν: 1
- ἀπείραστος: 1 2 3 4
- ἀπείραστός (ἐστιν): 1
- ἀπείραστός . . . κακῶν: 1
- ἀπείρατος: 1
- ἀπείρατος κακῶν: 1 2
- ἀπείρᾶτος: 1 2
- ἀπλῶς: 1
- ἀποκυεῖ: 1
- ἀποκυεῖ θάνατον: 1
- ἀποκυεῖσθαι: 1
- ἀποκυέω: 1 2
- ἀπορρήτων: 1
- ἀπορία: 1
- ἀποσκίασμα: 1
- ἀποσκίασμα: 1 2
- ἀποτελέω: 1
- ἀποτελεσθεῖσα: 1
- ἀποτελεῖσθαι: 1
- ἀποτίθεμαι: 1
- ἀπροσωπολήμπτως : 1
- ἀπό: 1
- ἀπὸ: 1
- ἀπὸ θεοῦ: 1
- ἀπὸ τοῦ κόσμου: 1
- ἀργός: 1
- ἀργή: 1 2 3
- ἀργός: 1
- ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῶς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ᾽ αὐτὸν ἀλείψαντες ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι [τοῦ κυρίου]·: 1
- ἀσθενοῦντα: 1
- ἀστεῖος τ. θεῷ: 1
- ἀτιμάζω: 1
- ἀτμίς: 1
- ἀφανίζω: 1
- ἀφροσύνη: 1
- ἀφ᾽ οὗ γε καὶ ἐς τοῦτο παρέκυψεν: 1
- ἀχαρίστως ὀνειδιεῖ: 1
- ἀχρόνως: 1
- ἁγνός: 1
- ἁγνή: 1
- ἁγνίζω: 1
- ἁλυκὸν: 1
- ἁλυκόν: 1 2
- ἁμαρτία: 1
- ἁμαρτία: 1
- ἁμαρτίαν: 1
- ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε: 1
- ἁπλουστάτου δέ μοι δοκεῖ εἶναι τὸ τὴν δύναμιν φανερὰν ποιήσαντα ἐκ ταύτης ἀγωνίζεσθαι περὶ καλοκἀγαθίας: 1
- ἁπλοῦν τῷ τρόπῳ καὶ καθαρὸν οὐχ ὁμοίως: 1
- ἁπλοῦς: 1 2
- ἁπλῶς: 1 2 3 4
- ἂν οἵ τε θεοὶ θέλωσι καὶ ὑμεῖς βούλησθε: 1
- ἄγγελος: 1
- ἄγε νῦν: 1
- ἄγιος: 1
- ἄλλας τε θρησκίας ἐπιτελέουσι: 1
- ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν κ.τ.λ.: 1
- ἄλλογ τινά: 1
- ἄμεμπτος: 1 2
- ἄμοιρον: 1
- ἄμωμος: 1
- ἄν: 1
- ἄνδρα ἁπλοῦν καὶ γενναῖον . . . οὐ δοκεῖν ἀλλ᾽ εἶναι ἀγαθὸν ἐθέλοντα: 1
- ἄνδρας κενούς: 1
- ἄνθος: 1
- ἄνθος τοῦ ἀγροῦ: 1
- ἄνθος ἀμυδρὸν ἀρετῆς μαραίνεσθαι: 1
- ἄνθρωποι ἀδελφοί: 1
- ἄνθρωπος: 1 2 3 4
- ἄνομος, ἀνομία: 1
- ἄνωθεν: 1 2 3 4 5
- ἄνωφεν κατερχοµένη: 1
- ἄοινος ἀεὶ μέθη καὶ σκυθρωπὴ ταῖς τῶν ἀπαιδεύτων ἐνοικεῖ ψυχαῖς, ἐπιταραττομένη ὑπὸ ὀργῆς τινος ἢ δυσμενείας ἢ φιλονεικίας ἢ ἀνελευθερίας· ὧν ὁ οἶνος ἀμβλύνων τὰ πολλὰ μᾶλλον ἢ παροξύνων οἰκ ἄφρονας οὐδὲ ἡλιθίους ἀλλ᾽ ἁπλοῦς πεοεῖ καὶ ἀπανούργους, οὐδὲ παρορατικοὺς τοῦ συμφέροντος ἀλλὰ τοῦ καλοῦ προαιρετικούς: 1
- ἄπαντες: 1
- ἄπρακτος: 1
- ἄρχετε : 1
- ἄσημος ἐν: 1
- ἄσπιλογ ἑαυτὸν τηρεῖ ἀπὸ τοῦ κόσμου: 1
- ἄσπιλον: 1 2
- ἄσπιλος . . . ἀπὸ τ. κόσμου: 1
- ἄτρεπτος: 1
- ἅγιος: 1
- ἅγιος Ἰσραὴλ. τῷ κυρίῳ, ἀρχὴ (רֵאשִׁית: 1
- ἅμιλλα: 1
- ἅπαξ λεγόμενον: 1
- ἅπας: 1
- Ἀβραὰμ οὐχὶ ἐν πειρασμῷ εὑρέθη πιστός, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην: 1
- Ἀβραάμ γέ τοι ἐπίστευσε τῷ θεῷ, καὶ δίκαιος ἐνομίσθη: 1
- Ἀγαθός: 1
- Ἀγαπῶσιν: 1
- Ἀδελφοί μου: 1
- Ἀδελφοί μου, μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ ΧριστοῦΧριστοῦ] Χριστοῦ, : 1
- Ἀδιάκριτος: 1
- Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. οὐχ ὁ θεὸς ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς τῷ κόσμῳ πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν;: 1
- Ἀλλὰ καὶ ἐὰν φῇς Δεῖξόν μοι τὸν θεόν σου, κἀγώ σοι εἴποιμι ἄν Δεῖξόν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου κἀγώ σοι δείξω τὸν θεόν μου: 1
- Ἀναβαθμοὶ Ἰακώβου: 1 2
- Ἀναστροφή: 1
- Ἀναστρέφεσθαι: 1
- Ἀνεμίζω: 1
- Ἀνήρ: 1
- Ἀποκυέω: 1
- Ἀποτελεσθεῖσα: 1
- Ἀπροσδόκητος: 1
- Ἀτυχίᾳ: 1
- Ἄλλος (? Sym.), ἀγαπητὴ, ἐν σπατάλαις: 1
- Ἄνθρωπε: 1
- Ἄνωθεν: 1
- ἐ. π. λέγῃ τις ἔχειν: 1
- ἐβασίλευσεν Σενναχηρὶμ ὁ υἱὸς ἀντ᾽ αὐτοῦ, καὶ αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ [al. αἱ ὁδ. τῆς Μηδίας] ἡκαταστάτησαν [so B; Α κατέστησα, א: 1
- ἐγγίζω: 1
- ἐγγίσατε τῷ θεῷ, καὶ θγγίσει ὑμῖν. καθαρίσατε χεῖρας, ἀμαρτωλοί, καὶ ἁγνίσατε καρδίας, δίψυχοι.: 1
- ἐγενήθην ὡς ἀνὴρ συντετριμμένος . . . ἀπὸ προσώπου Κυρίου καὶ ἀπὸ προσώπου εὑπρεπείας δόξης αὐτοῦ: 1
- ἐγκεντρισθεῖσα: 1
- ἐγκράτεια: 1
- ἐγνώσθη : 1
- ἐγὼ δ᾽ ἔχω τίνι με δεῖ ἀρέσκειν, τίνι ὑποτετάχθαι, τίνι πείθεσθαι, τῷ θεῷ καὶ τοῖς μετ᾽ ἐκεῖνον: 1
- ἐδικαιώθη: 1 2
- ἐδικαιώθη ἡ σοφία: 1
- ἐθελοθρησκεία: 1
- ἐκ: 1 2 3
- ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ: 1
- ἐκ πολλοῦ σπέρμα ἀνδραγαθίας ὑπάρχει: 1
- ἐκ τ. ἀγαθοῦ θησαυροῦ τὰ ἀγαθά: 1
- ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος: 1
- ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ κατάρα. οὐ χρή, ἀδελφοί μου, ταῦτα οὕτως γίνεσθαι.: 1
- ἐκ τῆς γενέσεως: 1
- ἐκ τῶν ἄνω εἰμί: 1
- ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν: 1
- ἐκβάλλω: 1
- ἐκβαλοῦσα: 1
- ἐκεῖνος: 1 2
- ἐκκλησία: 1
- ἐκκλησία: 1 2 3 4
- ἐκκλησίαν: 1
- ἐκκλίνω, ἐκπίπτω, ἐκστρέφομαι, ἐκτρέπομαι: 1
- ἐκλέγομαι: 1
- ἐκλεκτούς: 1
- ἐκλεκτός: 1 2
- ἐκλογή: 1 2
- ἐκλήθη: 1
- ἐκπίπτω: 1
- ἐκπειράζω: 1
- ἐκπίπτω: 1 2
- ἐλέγχω: 1
- ἐλεγχόμενοι: 1
- ἐλευθερία: 1
- ἐλευθεριώτεροι: 1
- ἐλευθερία: 1
- ἐλευθέριος: 1
- ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικ.: 1
- ἐλέγχω: 1
- ἐμαράνθη ὥσπερ μολόχη (al. χλόη) ἐν καύματι ἢ ὥσπερ στάχυς ἀπὸ καλάμης αὐτόματος ἀποπεσών: 1
- ἐμμελέστατα κραθῆναι πρὸς τὸ καλόν: 1
- ἐμπλήκτως ἄνω καὶ κάτω ἐφέρετο, ὥσπερ ἐν κλύδωνι: 1
- ἐμφύοααι: 1
- ἐν: 1 2 3 4 5 6 7
- ἐν . . . ἔχετε: 1
- ἐν αὐτῇ: 1
- ἐν αὐτῇ εὐλογοῦμεν τὸν κύριον καὶ πατέρα, καὶ ἐν αὐτῇ καταρώμεθα τοὺς ἀνθρώπους τοὺς καθ᾽ ὁμοίωσιν θεοῦ: 1
- ἐν εἰρήνῃ: 1
- ἐν καρδίᾳ δισσῇ: 1
- ἐν κοιλάσιν ὀρῶν ἢ λόχμαις ὕλαις τε: 1
- ἐν λόγῳ ἀληθείας: 1
- ἐν μηδενὶ λειπόμενοι: 1
- ἐν παντὶ ἐπλουτισθητε ἐν αὐτῷ, ἐν παντὶ λόγῳ καὶ πάσῃ γνώσει. . . . ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι: 1
- ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ (οἴνου Α) ἐσπατάλων αὕτη (Sodom) καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς. : 1
- ἐν πρ.: 1
- ἐν πραΰτητι σοφίας: 1 2
- ἐν προσωποληψίαις: 1
- ἐν πρύμνῃ δ᾽ ἄκρᾳ αὐτὸς λαβὼν ηὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ: 1
- ἐν πυρί δοκιμάζεται χρυσός κ.τλ.: 1
- ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ: 1
- ἐν τ. διασπορᾷ: 1
- ἐν ταῖς ἡδ. ὑμῶν: 1
- ἐν ταῖς ἡδοναῖς δαπ.: 1
- ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν: 1
- ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν: 1
- ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ θεοῦ.: 1
- ἐν τῇ διασπορᾷ: 1
- ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν: 1
- ἐν τῇ ποιήσει: 1
- ἐν τῷ αἰῶνι στεφανηφοροῦσα πομπεύει, τὸν τῶν ἀμιάντων ἄθλων ἀγῶνα νικήσασα: 1
- ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων: 1
- ἐν φυλαηῇ: 1
- ἐν ἀγάπῃ: 1
- ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε κ.τ.λ.: 1
- ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως: 1
- ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῃ σου: 1
- ἐν ὐμῖν: 1
- ἐν ὑμῖν: 1
- ἐνάλιος: 1
- ἐναλίων: 1
- ἐνεργουμένη: 1
- ἐντολαί: 1
- ἐντρυφήματα: 1
- ἐνένεγκον: 1
- ἐνὶ: 1
- ἐξ αἱρετῶν γὰρ διὰ τοῦτο ἐποίησαν κληρωτάς, ὅτι ἡποῦντο τοὺς ἐριθευομένους: 1
- ἐξ οὗπερ ἐς τὴν Βρεταννίαν οὗτοι παρέκυψαν: 1
- ἐξ ἐριθίας: 1
- ἐξ ἔργων δικαιοῦται: 1
- ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη: 1
- ἐξ ὑμῶν: 1
- ἐξέλκω: 1
- ἐξανεμοῦμαι: 1
- ἐξανεμίζω: 1
- ἐξελκόμενος: 1
- ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος: 1
- ἐξομολόγησιν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσω: 1
- ἐξάγω: 1
- ἐξέπεσεν: 1 2
- ἐπίγειος: 1
- ἐπαγγέλλομαι: 1
- ἐπαγγέλλομαι: 1
- ἐπαινοῦμαι: 1
- ἐπαμφοτερισταῖς: 1
- ἐπειδὴ ψυχὴ μέν ἐστιν ἡ περιάγουσα ἡμῖν πάντα: 1
- ἐπεκύησεν: 1
- ἐπετίμα: 1
- ἐπιβλέπω ἐπὶ: 1
- ἐπιβλέψητε δὲ ἐπὶ: 1
- ἐπιβλέψητε δὲ ἐπὶ τὸν φοροῦντα τὴν ἐσθῆτα τὴν λαμπρὰν καὶ εἴπητε Σὺ κάθου ὧδε καλῶς, καὶ τῳ πτωχῷ εἴπητε Σὺ στῆθι ἢ κάθου ἐκεῖἢ κάθου ἐκεῖ] ἐκεῖ ἢ κάθου: 1
- ἐπιβάλλοντας τοὺς βρόχους ἐπί ἀποσχαλιδώματα τῆς ὕλης δίκρα: 1
- ἐπιεικής: 1
- ἐπιεικής: 1 2
- ἐπιθυμέω: 1
- ἐπιθυμία: 1
- ἐπιθυμεῖτε: 1 2
- ἐπιθυμεῖτε καὶ οὐκ ἔχετε: 1
- ἐπιθυμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε· φονεύετε.φονεύετε.] φονεύετε: 1
- ἐπιθυμία: 1
- ἐπιθυμία μὲν γάρ, ὁλκὸν ἔχουσα δύναμιν, καὶ ἂν φεύγῃ τὸ ποθούμενον διώκειν ἀναγκάζει: 1
- ἐπιθυμίας: 1
- ἐπικαλοῦμαι: 1
- ἐπιλησμονή: 1
- ἐπιποθεῖ: 1 2 3 4
- ἐπιποθέω: 1
- ἐπισκέπτομαι: 1
- ἐπισκέπτεσθαι: 1
- ἐπιστήμων: 1
- ἐπιστρέφω: 1
- ἐπιστρέψαι δὲ δύνανταο ἐὰν ὅν ἐνεδύσαντο ῥύπον πάσης ἐπιθυμίας ἀπόθωνται καὶ τοσοῦτον ἀπονίψωνται ἕως ἂν ἀπόθωνται πᾶν τὸ συμβεβηκὸς ἀλλότριον τῇ ψυχῇ, καὶ μόνην αὐτὴν ὥσπερ γέγονεν ἀποδείξωσιν, ἵν᾽ οὕτως ἐν αὐτῇ θεωρῆσαι τὸν τοῦ πατρὸς λόγον, καθ᾽ ὅν καὶ γεγόνασιν ἐξ ἀρχῆς δυνηθῶσιν. κατ᾽ εἰκόνα γὰρ θεοῦ πεποίηται καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν γέγονεν . . . ὅθεν καὶ ὅτε πάντα τὸν ἐπιχυθέντα ῥύπον τῆς ἁμαρτίας ἀφ᾽ ἐαυτῆς ἀποτίθεται, καὶ μόνον τὸ κατ᾽ εἰκόνα καθαρὸν φυλάττει, εἰκότως διαλαμπρυνθέντος τοῦτου ὡς ἐν κατόπτρῳ θεωρεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ πατρὸς τὸν λόγον, καὶ ἐν αὐτῷ τὸν πάτερα, οὗ καὶ ἐστιν εἰκὼν ὁ σωτήρ, λογίζεται κ.τ.λ.: 1
- ἐπιστήμων: 1
- ἐπιστήμων,: 1
- ἐπισυνήχθη ἐκκλησία : 1
- ἐπιτήδειος: 1
- ἐπιτηδεύματα ἡδονὰς ἔχοντα, ἃ κολακεύει μὲν ἡμῶν τὴν ψυχὴν καὶ ἕλκει ἐφ᾽ ἑαυτά, πείθει δὲ οὒ τοὺς καὶ ὁπῃοῦν μετρίοθς: 1
- ἐπιτυγχάνω: 1
- ἐπιφάνεια: 1
- ἐποίησεν: 1
- ἐπέθηκεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον: 1
- ἐπὶ: 1
- ἐπί: 1 2
- ἐπίγειος: 1
- ἐπίσημος ἐν: 1
- ἐπίτασις: 1
- ἐργάζομαι: 1
- ἐργάζεται: 1
- ἐργάτας: 1
- ἐριθία: 1
- ἐριθεία, -εύομαι: 1
- ἐριθεύει, εἰκῆ, ἐργάζη μάτην: 1
- ἐριθία: 1 2
- ἐριθία· ἡ διὰ λόγων φιλονεικία, λέγεται δὲ καὶ ἡ μισθαρνία: 1
- ἐριθίαν: 1
- ἐρπετά: 1
- ἐρπετῶν: 1
- ἐρρωμένους χρήμασιν ὅπλων δὲ καὶ σωμάτων πλήθει λειπομένους: 1
- ἐρωτικαῖς ἀναγκαῖς: 1
- ἐσθής: 1
- ἐσθῆτι λαμπρᾷ: 1
- ἐσιώπησαν ἐπί: 1
- ἐσπαταλήσατε: 1 2
- ἐστὶν γὰρ αὕτη (σοφία) εὐπρεπεστέρα ἡλίου: 1
- ἐτελειὡθη: 1
- ἐτρυφήσατε ἐπί τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς: 1
- ἐφήμερος: 1
- ἐφείδοντο μάλιστα τῶν ἐναλίων: 1
- ἐχθρὸς τοῦ θεοῦ καθίσταται: 1
- ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ εἰς συναγωγὴν ὑμῶν ἀνὴρ χρυσοδακτύλιος ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ, εἰσέλθῃ δὲ καὶ πτωχὸς ἐν ῥυπαρᾷ ἐσθῆτι,: 1
- ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν: 1
- ἐὰν ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσιν καὶ λειπόμενοι τῆς ἐφημέρου τροφῆς,: 1
- ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε: 1
- ἑνί: 1
- ἑρπετόν: 1
- ἑτερόδοξος: 1
- ἑτερόδοξος, εὐγενής: 1
- ἑτέρᾳ ὁδῷ: 1
- ἔκαστος ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ: 1
- ἔκτισεν: 1
- ἔλεος: 1 2 3 4 5 6
- ἔμφυτον λόγον καλεῖ τὸν διακριτικὸν τοῦ βελτίονος καὶ τοῦ χείρονος, καθ᾽ ὃ καὶ λογικοὶ ἐσμὲν καὶ καλούμεθα: 1
- ἔμφυτος: 1 2
- ἔνδυσαι (Ἰερουσαλήμ) τὴν εὐπρέπειαν τῆς παρὰ τοῦ θεοῦ δόξης εἰς τὸν αἰῶνα: 1
- ἔνεστι, ἔνεισι: 1
- ἔνι: 1
- ἔνιοι δὲ τῶν ὀρνίθων ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ τῇ ὕλῃ κατοικοῦσιν: 1
- ἔνοχος: 1
- ἔξελθε, πάροικε, ἀπὸ προσώπου δόξης: 1
- ἔοικεν κλύδωνι θαλάσσης: 1
- ἔργα: 1
- ἔργα μὴ ἔχῃ: 1
- ἔργον: 1 2
- ἔργον τέλειον ἐχέτω: 1 2
- ἔριδάς τε καὶ ἐριθείας: 1
- ἔρις: 1 2 3
- ἔστιν: 1
- ἔστιν . . . κατερχοµένη: 1
- ἔστω: 1
- ἔστω δὲ: 1
- ἔτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσίν μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου: 1
- ἔτι ἔν σοι λείτει: 1
- ἔφη: 1
- ἔχει τὴν φύσιν ἀποτετελεσμένην: 1
- ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ κυρίου ἡμῶν κ.τ.λ.: 1
- ἔχθρα: 1
- ἔχω: 1 2
- ἔχῃ ἔργα: 1
- ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας: 1
- ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος·: 1
- ἕλκω: 1 2 3
- ἕν σε ὑστερεῖ: 1
- ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ κυρίου: 1
- ἕτερος: 1
- Ἐκ: 1
- Ἐν: 1
- Ἐν ἑαυτοῖς: 1
- Ἐνάλια: 1
- Ἐξέλκω: 1
- Ἐπιστήμων: 1
- Ἐπιτυγχάνω: 1
- Ἐπιτήδειος: 1
- Ἐς δὲ θεὸν βασιλῆα καὶ εἰς γενετῆρα προπάντων, : 1
- Ἔνι: 1
- Ἔνοχος: 1
- Ἔριθος: 1
- ἡ γλῶσσα: 1 2 3
- ἡ γλῶσσα καθίστ.: 1
- ἡ γλῶσσα καθίσταται: 1
- ἡ γραφὴ αὕτη: 1
- ἡ γραφὴ λέγει: 1
- ἡ γραφή: 1 2
- ἡ γὰρ κρίσις: 1
- ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεον κρίσεως.: 1
- ἡ γῆ πάλιν ἐξ ἀρχῆς καινὰς ἤνεγκε τῶν ζώων φύσεις: 1
- ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα: 1
- ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία: 1
- ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἀγνή ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος, ἀνυπόκριτος· : 1
- ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι.: 1
- ἡ δόξα: 1 2
- ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ: 1
- ἡ καθ. καὶ ἀμ. θρ.: 1
- ἡ κρίσις: 1
- ἡ πηγή: 1 2 3
- ἡ πηγή = ἡ καρδία: 1
- ἡ πίστις: 1 2
- ἡ πίστις ἐτελειώθη: 1
- ἡ πόρνη: 1
- ἡ σοφία τοῦ κόσμου τούτου: 1
- ἡ σπιλοῦσα: 1
- ἡ σπιλοῦσα . . .γεέννης: 1
- ἡ φιλία τοῦ κόσμου: 1
- ἡ ἀγαθὴ διάνοια οὐκ ἔχει δύο γλώσσας εὐλογίας καὶ κατάρας.: 1
- ἡ ἀληθεία: 1
- ἡ ἐπιθυμία: 1
- ἡ ὀργή, [τὸ] θέλημα: 1
- ἡ ὕλη: 1
- ἡγεμονία δ᾽ ἀφιλόνεικος καὶ ἀνερίθευτος ὀρθὴ μόνη: 1
- ἡδονή: 1
- ἡδοναί: 1
- ἡδονή: 1
- ἡλίκος: 1
- ἡμᾶς: 1
- ἡμῶν: 1
- ἡνεμωμένος: 1
- ἡπριθευμένων πεφιλοτιμημένων, ἡριθεύετο ἐφιλόνεικει: 1
- ἡσύχαζε: 1
- ἡτιμάσατε: 1 2
- ἢ δοκεῖτε ὅτι: 1
- ἢ δοκεῖτε ὅτι κενῶς ἡ γραφὴ λέγει, Πρὸς φθόνον ἐπιποθεῖ τὸ πνεῦμα ὃ κατῴκισεν ἐν ἡμῖν: 1
- ἢ οὐ δοκεῖ σοι ἀνδρὶ δικαίῳ πονηρὸν πρᾶγμα εἶναι ἐὰν ἀναβῇ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν καρδίαν ἡ πονηρὰ ἐπιθυμία: 1
- ἢ πλίνθων ὀπτῶν σπάνις, ὗλαι δ᾽ εὔδενδροι: 1
- ἤδη γὰρ ἐν ὄρεσιν ὕλη τριφθεῖσα ὑπ᾽ ἀνέμων πρὸς αὑτὴν ἀπὸ ταὑτομάτου πῦρ καὶ φλόγα ἀπ᾽ αὐτοῦ ἀνῆκεν: 1
- ἤν: 1
- ἦκα μάλα ψύξασα: 1
- ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν: 1
- ἦν δὲ οὐδὲν ἔργον αὐτοῦ τῆς σπουδῆς ἐσκεδασμένων τῶν ἀνθρώπων: 1
- ἦσαν: 1
- ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν: 1
- Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν, καὶ προσευχῆ προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπί τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ·: 1
- Ἡλίκος: 1
- Ἢ γραφή: 1
- ἰδοὺ καὶ τὰ πλοῖα, τηλικαῦτα ὄντα καὶ ὑπὸ ἀνέμων σκληρῶν ἐλαυνόμενα, μετάγεται ὑπὸ ἐλαχίστου πηδαλίου ὅπου ἡ ὁρμὴ τοῦ εὐθύνοντος βούληται·: 1
- ἰδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομείναντας: 1
- ἰδοὺ ἡλίκον (not ὀλέγον) πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει: 1
- ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀφυστερημένος ἀφ᾽ ὑμῶν κράζει: 1
- ἰδού: 1 2
- ἰδέ: 1
- ἰχθύες: 1
- ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία . . . μίαν τ. ἐντολῶν τούτων τ. ἐλαχίστων: 1
- ἴστε: 1 2
- ἴυγξ: 1
- ἴχνος: 1
- ἵνα γνῶ εἱ ὑπομένει: 1
- ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε: 1
- ἵππος: 1
- Ἰ Χ.: 1
- Ἰ.: 1
- Ἰ. Χ.: 1 2 3 4
- Ἰακώβ: 1
- Ἰησοῦ: 1
- Ἰησοῦς: 1
- Ἰάκωβος: 1 2
- Ἴστε: 1 2
- Ἴστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. ἔστω δὲ πᾶς ἄνθρωπος ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι, βραδὺς εἰς ὀργήν,: 1
- ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας: 1
- ὀνειδίζω: 1
- ὀνειδισμός: 1
- ὀπή: 1
- ὀπῆς: 1
- ὀργή: 1
- ὀργὴ γὰρ ἀνδρὸς: 1
- ὀργὴ γὰρ ἀνδρὸς δικαιοσύνην θεοῦ οὐκ ἐργάζεται.: 1
- ὁ Σατανᾶς: 1
- ὁ γὰρ εἰπών κ.τ.λ.: 1
- ὁ γὰρ εἰπών μὴ μοιχεύσῃς: 1
- ὁ γὰρ πένης καὶ ἄφθονος, ἐπί πᾶσι Κυρίῳ εὐχαρισοτῶν, αὐτὸς παρὰ πᾶσι πλουτεῖ, ὅτι οὐκ ἔχει τὸν πονηρὸν περισπασμὸν τῶν ἀνθρώπων.: 1
- ὁ γὰρ σὲ (John) πειράζων τὸν ἀπείραστον πειράζει: 1
- ὁ γέλως αὐτῶν (μωρῶν) ἐν σπατάλῃ ἁμαρτίας: 1
- ὁ διάβολος: 1 2
- ὁ δὲ Σοφοκλῆς ἐριθεῦσαι μέν τι ὡς πρεσβυτέρῳ (sc. Aeschylus) μὴ βουληθείς, οὐ μὴν παραλιπεῖν αὐτὸ δοκιμάζων ψιλῶς φησι κ.τ.λ.: 1
- ὁ δὲ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ παραμείνας, οὐκ ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς γενόμενος ἀλλὰ ποιητὴς ἔργου, οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται.: 1
- ὁ δὲ στόφανος ἔσται τοῖς ὑπομένουσιν: 1
- ὁ δὲ ταύτην (τὴν τῶν ὅλων οὐσίαν) διοικῶν λόγος οὐδεμίαν ἐν ἑαυτῷ αἰτίαν ἔχει τοῦ κακοποιεῖν, κακίαν γὰρ οὐκ ἔχει.: 1
- ὁ δὲ ἐμπλατύνων ἑαυτὸν ἐν τῷ παρόντι βίῳ διὰ σπατάλης καὶ μέθης καὶ δόξης ἀπανθούσης κ.τ.λ.: 1
- ὁ θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰ. Χ.: 1
- ὁ θεὸς τ. δόξης : 1
- ὁ θεὸς τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰ. Χ. ὁ πατὴρ τῆς δόξης: 1
- ὁ θεὸς τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰ. Χ., ὁ πατὴρ τῆς δόξης: 1
- ὁ θεὸς ἐπείραζεν τὸν Ἀβραάμ: 1
- ὁ θεός: 1
- ὁ κ. οὗtow: 1
- ὁ κ. τ. ἀδ. ἡ γλ. καθίστ. ἐν τ. μέλ. ἡμ.: 1
- ὁ κριτὴς τ. ἀδ.: 1
- ὁ κόσμος τ. ἀδ.: 1 2
- ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας: 1
- ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο: 1
- ὁ λογισμός: 1
- ὁ λόγος τοῦ θεοῦ: 1
- ὁ λόγος τῆς ἀληθείας : 1
- ὁ πανουργότερος: 1
- ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ: 1
- ὁ πατήρ σου καὶ ἐγώ: 1
- ὁ πειράζων: 1
- ὁ πειράζων ἐπείραζεν: 1
- ὁ πλούσιος: 1 2
- ὁ πλοῦτος: 1
- ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπεν, καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν,: 1
- ὁ πνευματικός: 1
- ὁ προκόπτων. ὁ ὰσκητής: 1
- ὁ σπαταλιστὴς ἐκεῖνος: 1
- ὁ σπάταλος: 1
- ὁ τ. κόσμου Κτίστης, ὁ πλάσας ἀνθρώπου γένεσιν καὶ πάντων ἐξευρὼν γένεσιν: 1
- ὁ ταπεινός: 1
- ὁ τειράζων: 1
- ὁ τοῦ κόσμου κτίστης, ὁ πλάσας ἀνθρώπου γένεσιν καὶ πάντων ἐξευρών γένεσιν.: 1
- ὁ τρυφερός: 1
- ὁ τῆς γενέσεως ποταμός: 1
- ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν· ὡς πῦρ: 1
- ὁ ἀδελφὸς ὁ ταπεινός: 1
- ὁ ἀλλότριος: 1
- ὁ ἀντικείμενος: 1
- ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος: 1
- ὁ ἑτερόδοξος, αἱρετικός: 1
- ὁ ὀφθαλμός, τὸ σῶμα: 1
- ὁδοί: 1
- ὁδός: 1
- ὁλόκληρος: 1
- ὁλόκληροι: 1
- ὁλόκληρος: 1 2 3
- ὁμο̥ωσις: 1
- ὁμοίωσις: 1
- ὁμοιοπαθής: 1
- ὁμοίως δὲ καὶ: 1 2
- ὁμοίως δὲ καὶ Ῥαὰβ ἡ πόρνη οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ὑποδεξαμένη τοὺς ἀγγέλους καὶ ἑτέρᾳ ὁδῷ ἐκβαλοῦσα;: 1
- ὁμοίωσις: 1
- ὁποῖος ἦν: 1
- ὁρατὰ φέγγη τῷ βλεπομένῳ: 1
- ὁρμή: 1
- ὁρμή: 1
- ὁράω: 1
- ὁρᾶτε: 1 2 3
- ὁρᾶτε ὅτι ἐξ ἔργων δικαιοῦται ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον.: 1
- ὃν δὴ μεθερμηνεύεσθαι Πατρὸς φίλον: 1
- ὃν ἐπηγγείλατο: 1
- ὃν ἡγάπησα: 1
- ὃς κατασπαταλᾷ ἐκ παιδὸς οἰκέτης ἔσται: 1
- ὃς ἂν ἀποτελεσθῇ πρὸς ἀρετήν: 1
- ὃς ἐὰν οὖν βουληθῇ: 1
- ὄνομα: 1
- ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ: 1
- ὅμοιον καὶ τὸ ἐριθεύεσθαι τῷ δεκάζεσθαί ἐστιν, καὶ ἡ ἐριθεία εἴρηται ἀπὸ τῆς τοῦ μισθοῦ δόσεως: 1
- ὅπου γὰρ ζῆλος καὶ ἐριθία, ἐκεῖ ἀκαταστασία καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα.: 1
- ὅπου γάρ: 1
- ὅς: 1 2
- ὅσοι δὲ μετὰ νόμου ζῶσιν ἐλεύθεροι: 1
- ὅσοι ἐν νόμῳ ἧμαρτον διὰ νόμου κριθήσονται: 1
- ὅσοις δὲ ἄνωθεν: 1
- ὅστις: 1
- ὅταν: 1 2 3
- ὅταν σπαταλῶσιν: 1
- ὅτι: 1
- ὅτι εἴ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστὶν καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ: 1
- ὅτι εἶς θεὸς ἔστιν: 1
- ὅτι κενῶς ἡ γραφὴ λέγει: 1
- ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως: 1
- ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων: 1
- Ὀνειδίζω: 1
- Ὀνειροπομπὸς Ἀγαθοκλεῦς: 1
- Ὀπή: 1
- Ὁ μὲν ἁπλούστερος: 1
- Ὁδοῖς: 1
- Ὃν τρομέει καὶ γαῖα καὶ οὐρανὸς ἡδὲ θάλασσα: 1
- Ὅπου: 1
- Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονεν πάντων ἔνοχος.: 1
- ὑβριστάς: 1
- ὑβριστής: 1 2
- ὑμεῖς δὲ: 1
- ὑμεῖς δὲ ἡτιμάσατε τὸν πτωχόν. οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν, καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς εἰς κριτήρια; : 1
- ὑπάγω: 1
- ὑπάρχω: 1
- ὑπερήφανος: 1 2
- ὑπερηφανώτεροι καὶ ἀλεγιστότεροι: 1
- ὑπερηφάνοις: 1 2
- ὑπερήφανος: 1
- ὑπερήφανος ἐξ ἀλαζονείας: 1
- ὑπερῷα ῥιπιστά: 1
- ὑποδέχομαι: 1
- ὑποδεξαμένη: 1
- ὑπομένω: 1
- ὑπομενεῖ καὶ ἡσυχάσει εἰς τὸ σωτήριον Κυρίου: 1
- ὑπομείνας: 1
- ὑπομονή: 1
- ὑπομονή: 1 2 3
- ὑπομονήν: 1 2
- ὑπομένει: 1
- ὑπομένουιν ἔλεον: 1
- ὑποπόδιον: 1
- ὑποτάσσομαι: 1
- ὑποταγησόμεθα τῷ πατρὶ τῶν πνευμάτων: 1
- ὑποτάγηθι τῷ κυρίῳ καὶ ἱκέτευσον αὐτόν· μηή παραζήλου ἐν τῷ κατευοδουμένῳ ἐν τῇ ζωῇ, κ.τ.λ. οἱ δὲ ὑπομένοντες τὸν κύριον αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν: 1
- ὑποτάγητε οὖν τῷ θεῷ: 1
- ὑπό: 1
- ὑπάρχωσιν: 1 2 3
- ὑπὸ κ.τ.λ.: 1
- ὑπὸ τοῦ διαβόλου: 1
- ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν μου: 1
- ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας: 1
- ὑπό: 1 2 3 4
- ὑπόδειγμα: 1
- ὑπόδειγμα λάβετε, ἀδελφοί, τῆς κακοπαθίας καὶ τῆς μακροθυμίας τοὺς προφήτας, ὃι ἐλάλησαν ἐν τῷ ὀνόματι Κυρίου.: 1
- ὑπ᾽ ἀνέμου ῥιπίζεται: 1
- ὑστεροῦμαι: 1
- ὑστερῶ: 1
- ὕδωρ: 1 2
- ὕλαν: 1
- ὕλαν ἀνά τ᾽ ἄντρα καὶ : 1
- ὕλη: 1 2 3 4
- ὕλη δὲ σπέος ἀμφιπεφύκει τηλεθόωσα: 1
- ὕλην: 1 2 3
- ὕψος: 1
- Ὑποτάγητε οὖν τῷ θεῷ· ἀντίστητε δὲ τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾽ ὑμῶν·: 1
- Ὑπάγετε ἐν ειρήνῃ: 1
- Ὑπάρχω: 1
- Ὑπό: 1
- ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας: 1
- ὡς δ᾽ ίτε πῦρ ἀΐδηλον ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ, πάντῃ τ᾽ εἰλυφόων ἄνεμος φέρει, οἱ δέ τε θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ: 1
- ὡς κενοῦ καὶ ἀλαζόνος: 1
- ὡς τοῦ Διὸς διάκονον ἔδει, ἅμα μὲν κηδόμενος, ἅμα δ᾽ ὡς τῷ θεῷ ὑποτεταγμένος: 1
- ὡς ἄνθος χόρτου: 1
- ὥσπερὥσπερ] + γὰρ: 1
- ὦ ἄνθ. κενέ: 1
- ὦ ἄνθρωπε κενέ: 1
- ὦ ἄνθρωπε κενέ : 1
- ὦσιν: 1
- Ὥστε: 1
- ὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε: 1
- ᾧ τις ἧττηται : 1
- ῥεμβεύων: 1
- ῥιπίζω: 1
- ῥιπή: 1
- ῥιπίζομαι: 1
- ῥιπίζω: 1 2
- ῥιπίς: 1
- ῥυπαρία: 1
- ῥυπαρός: 1
- ῥυπαρία: 1
- ῥυπαρίαν καὶ περισσ.: 1
- ῥυπαρίαν καὶ περισσείαν: 1
- ῥῆμα: 1 2 3
- Ῥαάβ: 1
- Ῥαὰβ ἡ πόρνη: 1
- Ῥύεται ἐκ θανάτου ἔλεος, κρίσις ὅπποτ᾽ ἂν ἔλθῃ.: 1
VIEWNAME is
workSection