Contents

« Prev Greek Words and Phrases Next »

Index of Greek Words and Phrases

  • ̔Ο κατα τῶν τεχνῶν καὶ ἐποστημε̑ν λέγειν εἰώθαμεν ταυτὸν καὶ κατα τὢς ἀρετὢς φατέον ἐστίν : 1
  • ᾿Εν πνεύματι ἁγίω: 1
  • καταρτίζειν : 1
  • πληθύνεῖ,: 1
  • ́̓Οστρακον: 1
  • ̔Ο δε διαμαχομενος δικαιως: 1
  • ̔ΡιπὟ: 1
  • ̔ριπὟ ὀφθαλμοῦ : 1
  • ̔υπουργούντων: 1
  • ἄδοξον: 1
  • ἀκατάστατος: 1
  • ἀκαταστασίαις: 1
  • ἀμφιδέξιος: 1
  • ἀνὰ: 1
  • ἀναγινώσκειν: 1
  • ἀναγινώσκετε: 1
  • ἀναγινωσκεσαι: 1
  • ἀναγωγὴ: 1
  • ἀναστρέφω: 1
  • ἀνεστράφημεν: 1
  • ἀνθρωποκτόνος : 1
  • ἀντιπελαργία: 1 2 3
  • ἀντιπελαργίαν: 1
  • ἀοράτου: 1
  • ἀπὸ ἑξήκονταἐτῶν και ἐπάνω: 1
  • ἀπὸ εἰκοσαετοῦς και ἐπάνω : 1
  • ἀπό: 1
  • ἀποκαλύψεις): 1
  • ἀπολογίαν: 1
  • ἀποςκριμα: 1
  • ἀςναγινώσκετε: 1
  • ἁγιοτητι: 1
  • ἁπλοτητι: 1
  • ἄχρι ὑμῶν ἐφθάσαμεν) : 1
  • ἐγένετο εἰς ψυχὴν ζῶσαν : 1
  • ἐγκακοῦμεν: 1
  • ἐκδημὢσαι: 1
  • ἐκνήψατε: 1
  • ἐκνήψατε δικαίως: 1
  • ἐκτὸς εἰ μὴ: 1
  • ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκὢ ἐπιστεύσατε: 1
  • ἐμέρισεν αὐτῳ): 1
  • ἐν: 1
  • ἐν ἀλλοτρίῳ κανόνι) : 1
  • ἐν ὑπομονὣ πολλὣ: 1
  • ἐν αὐτῷ: 1 2
  • ἐν αὐτῷ τὸ ναὶ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ ἀμὴν: 1
  • ἐν νηστεί: 1
  • ἐν παρέργοις): 1
  • ἐνδημὢσαι: 1
  • ἐνεργεῖσθαι: 1
  • ἐνεργεῖται: 1
  • ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς: 1
  • ἐν,: 1
  • ἐξαπορεῖσθαι: 1 2
  • ἐξαπορεῖσθαι): 1
  • ἐπάνω: 1 2
  • ἐπὶ τὣ῎῝8217; ἀναγνώσει τὢς παλαιᾶς διαθήκη: 1
  • ἐπίσκηνώσὟ,: 1
  • ἐπεξεργασία: 1
  • ἐπιβαρεῖν τινι: 1
  • ἐπιγινώσκειν: 1
  • ἐπιγινώσκειν : 1
  • ἐπιείκεια): 1
  • ἐπιεικείας : 1
  • ἐπισύστασιν : 1 2 3
  • ἐπισύστασις): 1
  • ἐπισκηνώσὟ,: 1
  • ἐπιτελεῖν: 1
  • ἐσύλησα,: 1 2
  • ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν,: 1
  • ἐστήκατε: 1
  • ἐτεροζυγοῦντες: 1
  • ἑδραῖοι γίνεσθε: 1
  • ἓνδεκα: 1
  • ἓτερος: 1
  • ἔκδημος: 1
  • ἔκρινα : 1
  • ἔκτρωμα: 1 2
  • ἔκτρωμα : 1
  • ἔλεγχος: 1
  • ἔνδημος: 1
  • ἕνεκα: 1
  • ἠλεήθημεν: 1
  • ἠλπίκαμεν: 1
  • ἡ σὺν ἐμοί: 1
  • ἡμῶν ὑπερ ὑμῶν,: 1
  • ἡμων: 1
  • ἣν ἐκ προσώπου τὢς’” Ρωμαίων ᾿Εκκλησίας” τὣ Κορινθίων διετυπώσατο: 1
  • ἦσαν γὰρ καὶ ἄλλοι ἀπόστολοι ὡς ὁι ἑιβδομήκοντα: 1
  • ἰλαφρία: 1
  • ἰσότης : 1
  • ἰσότητα : 1
  • ἰσχύσας, εἰς τέλος, εἰς νῖκος: 1
  • ἱκάνωσεν ἡμᾶς: 1
  • ἱκανότη: 1
  • ἱκανότητα: 1
  • ὀπτασίας): 1
  • ὀσμὴ: 1
  • ὀστράκιος: 1
  • ὀυχ οὑτω την δύναμιν ὡς τὴν ὑπόστασιν καὶ τόλμαν αὐτοῦ καταπεπληγμένον τῶν εναντίων : 1
  • ὀφθαλμοῦ: 1
  • ὀχυρώματα): 1
  • ὁ ἀναγινώσκων νοείτω: 1
  • ὁ ἐπιχορηγῶν βρῶσιν : 1
  • ὁ θάνατος ὀυκ ἐσται ἐτι: 1
  • ὁ παρακαλῶν: 1
  • ὁ πειραζων: 1
  • ὁλη ἐν ὁλω κατοικήσὟ : 1
  • ὁμοούσια: 1
  • ὁμοούσιος τῷ Πατρὶ: 1
  • ὁμοούσις τῷ Πατρὶ: 1
  • ὁπλίτης: 1
  • ὁς οὐκ ἐκ παρέργου τὸν πόλεμον ἐποιεῖτο : 1
  • ὃσαι γὰρ ἐπαγγελίαι Θεοῦ ἐν αὐτῷ τὸ ναὶ διό καὶ δι ᾿ αὐτοῦ τοῦ ᾿Αμὴν, τῷ Θεῷ πρὸς” δοξαν δι ᾿ ἡμῶν: 1
  • ὑπὲρ : 1
  • ὑπὲρ ὑμῶν : 1
  • ὑπὲρ δύναμιν: 1
  • ὑπὲρ τῶν νεκρῶν: 1
  • ὑπέρ: 1
  • ὑπόστασις: 1 2
  • ὑπόστασις : 1 2
  • ὑπερεκτείνεσθαι): 1
  • ὑπερεκτείνω,: 1
  • ὑπερπερισσεύομαι,: 1
  • ὑποστατικός : 1
  • ὑποστατικῶς,: 1
  • ὑποτατικός : 1
  • ὠπάνω : 1
  • ὠς Δαρειος μεςν ἠν καςπηλος, ὃτι εκαπελευε παντα τὰ πραςγματα: 1
  • ὡς: 1
  • ὡς δικαίως δεῖ: 1
  • ὡς” ἐπὶ την θαλασσαν: 1
  • ᾿Αγρυπνίαις: 1
  • ᾿Επειδὴ μεγάλα ἐφθέγξατο, ὃτι θυσία ἐσμὲν τοῦ῎῝8217; Χριστοῦ῎῝8217; καὶ εὐωδία, καὶ θριαμβευόμεθα πανταχοῦ πάλιν μετριάζει τῷ῎῝8217; θεῷ῎῝8217; πάντα ἀνατίθει διὸ καὶ φησὶ, καὶ πρὸς” ταῦτα τίς” ἱκανός; τὸ γὰρ πᾶν τοῦ῎῝8217; Χριστοῦ, φησιν, εστιν οὐδὲν ἡμέτερον ὁρᾶς’”ἐπεναντίας” ψευδαποστόλοις” φθεγγόμενον οἱ μὲν γὰρ καυχῶνται ὡς” παρ ᾿ ἑαυτῶν εἰσφέροντές” τι εἰς” τὸ κήρυγμα οὗτος” δὲ διὰ τοῦτό φησι καυχᾶσθαι, ἐπειδὴ οὐδὲν αὐτοῦ῎῝8217;φησιν εἶναι: 1
  • ᾿Επιβαρῶ῎῝8217;: 1
  • ᾿Επιγινώσκειν: 1
  • ῥέπω: 1
  • ῥήματα,: 1
  • ῥήμα,: 1
  • ῥίπτω: 1
  • ῥιπὟ: 1
  • ῥιπὣ: 1
  • ῥοπὟ: 1
  • ῥοπὣ: 1
  • ῥύεται: 1
  • ῥύσεται: 1
  • ῥύσεται, : 1
  • Αῤρ᾿αβὡν: 1
  • Αναγινώσκειν,: 1
  • Βελίαλ: 1
  • Βελίαρ: 1
  • Εἰλικρινείᾳ : 1
  • Εἰρήνην χρύιου καπηλευοντες: 1
  • Εκνηψατε οἱ μεθυντες: 1
  • Εκτείνω : 1
  • Ενδοξε δ ἀναβαλέσθαι ἐς ἑτέραν ἐκκλησίαν τότε γὰρ ὀψὲ ἦν καὶ τὰς χεῖρας οὐκ ἄν καθεώρων : 1
  • Εξαπορεῖσθαι: 1
  • Επιγινώσκειν : 1
  • Ηξιου δε τους νεους συνεχως κατοπτριζεσθαι: 1
  • Θλιβόμενοι: 1
  • Θρασοδειλία : 1
  • Θριαμβεύειν: 1
  • Καὶ ὅτῳ δοκεῖ ἔφη ταῦτα αἰρέτω τὴν χεῖρα ἀνέτειναν πάντες : 1
  • Καθάπερ γὰρ τὸ θερμαῗνον εὐρύνειν εἴωθεν, οὓτω καὶ τὢς ἀγάπης ἔργον τὸ πλατύνειν ἐστί· θερμν<& ga>ρ ἐστιν ἠ ἀρετὴ· καὶ ζέουσα αὕτη καὶ τὸ στόμα ἀνεπέτασε Παύλου καὶ τὴν καρδίαν ἐπλάτυνεν: 1
  • Κατὰ Θεὸν: 1
  • Καυχᾶσθαι δεῖ οὐ συμφέρον μὲν ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου : 1
  • Μαρὰν ἀθὰ: 1
  • Μετὰ δὲ ταῦτα ταῖς οἰκίαις ἐπισκηνώσαντες κατεῖχον τὴν πόλιν : 1
  • Οἱ κάπηλοί σου μισγοῦσι’τον οἰνον ὕδατι: 1
  • Οὐκ ἐγὼ δε, ἀλλἀ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ σὺν ἐμοί: 1
  • Πεινῶμεν καὶ διψῶμεν, καὶ γυμνητεύομεν, καὶ ἀστατοῦμεν: 1
  • Συνυπουργούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τὣ δεήσει: 1
  • Τὸ δὲ τελευτασῖον ἐπισωκηνώσαντες ἐπὶ τὰς οἰκίας : 1
  • Ταῦτα μὲν δὴ κατα πάντων Περσῶν ἔχομεν λέγειν: 1
  • Τοῦ δὲ βασιλέως ὑποστατικῶς φήσαντος : 1
  • Τοις μεθυουσι συνεβουλευε κατοπτριζεσθαι: 1
  • Τρὶς: 1
  • Ψυχικὸν : 1
  • αὐξήσει,: 1
  • αὐτάρκεια: 1
  • αὐτάρκειαν: 1
  • αὐτόπτας: 1
  • αὐτούς : 1
  • αντι: 1
  • αντιςου: 1
  • βάρος: 1
  • βάρος δόξης: 1
  • βάρουμαι: 1
  • βασιλεύειν: 1
  • βλέπετε : 1
  • γὰρ: 1
  • γὰρ): 1 2
  • γουμένης: 1
  • δίκη: 1 2
  • δίκν: 1
  • δόλιοι: 1
  • δόλιοι): 1
  • δώδεκα: 1
  • δείλια : 1
  • δεκτῳ: 1
  • διὰ πολλῶν : 1
  • διὰ πολλῶν θλίψεων: 1
  • δικαίως: 1
  • δικαιως: 1
  • δικη: 1
  • δολοῦν: 1
  • δολοῦν : 1
  • δωρεὰν: 1
  • εἰλικρινείᾳ: 1
  • εἰς Χριστόν: 1
  • εἰς τὰ ἄμετρα): 1
  • εἰς τὸν Χριστόν,: 1
  • εἴδος: 1
  • εἴλη: 1
  • εἶτα τοῖς δώδεκα: 1
  • εἶτα τοῖς δε δεκα: 1
  • εὐδοκέω: 1
  • εὐλογίας : 1
  • εὐοδόομαι: 1
  • εὐπρόσδεκτον: 1
  • εὐπρόσδεκτον,: 1
  • εὐχωλας: 1
  • επιμύσις: 1
  • ζησοτες: 1
  • ζυγὸς: 1
  • ζυγοστατειν: 1
  • θάνατον: 1 2
  • θανατος: 1
  • θησανρίζειν: 1
  • θλίψις: 1
  • θράσος : 1
  • θρασοδειλίαν : 1
  • θρησκείας: 1
  • θυμιαματων πληρει: 1
  • θυσίας: 1
  • κάπηλοι: 1
  • κέντρον: 1
  • κόποις: 1
  • καὶ οὐκ ἐξεπορευόμην: 1
  • καί: 1
  • καθ ᾿ ἡμέραν ἀποθνήσκω: 1
  • καθ ᾿ ὑπερβολὴν ἐβαρήςθημεν: 1
  • καθ ᾿ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν: 1
  • καθ ᾿ ὑπερβολήν: 1
  • καπηλέυειν: 1
  • καπηλεύειν: 1
  • καράν: 1
  • κατ ἐζοχὴν): 1
  • κατὰ μίαν σαββάτων: 1
  • κατὰ σάρκα : 1
  • κατὰ σάρκα,: 1
  • κατάρτισιν,: 1
  • κατα: 1 2
  • κατακριςμα : 1
  • καταρτίζειν : 1
  • κατοπτριζεσθαι: 1
  • κεντρον: 1
  • κηρύσσομεν: 1
  • κοινωνίαν : 1
  • κοινωνίαν): 1
  • κοινωνοί: 1
  • κρίνω: 1
  • λαργος: 1
  • λειτουργία : 1 2 3
  • λειτουργοὶ,: 1
  • λογίζομαι : 1
  • λογιζεσθαι : 1
  • λογιζομένους,: 1
  • λογος: 1
  • μέγεθος ὑπερβολικῶς ὑπερβολικόν: 1
  • μὴ γὰρ): 1
  • μαθητεύειν: 1
  • νέκρωσιν: 1 2
  • νέκρωσις: 1 2
  • νὴ: 1
  • νὴ τοὺς ἐν Μαράθωνι πεπτωκοτας: 1
  • νῖκος: 1 2 3 4
  • ναὶ καὶ οὔ: 1
  • νεικος: 1 2
  • νηστείαις: 1
  • νικη: 1
  • νικος: 1 2 3
  • νοήματα: 1
  • νουν δε ουκ εξεις αυτην: 1
  • ξεύηνυμι: 1
  • οἱ κατὰ ψυχὴν χειμῶνες βαρύτεροι στείλασθαι τὸν ἄνθρωπον οὐκ ἐω̑ντες οὐδὲ ἐπιστὢσαι τεταραγμένον τὸν λογισμὸν: 1
  • οὐκ ἐγκακοῦμεν: 1
  • οὐκ ἐκκακοῦμεν: 1 2
  • παῤῥησία : 1
  • παράδεισος): 1
  • παράκλησις: 1
  • παράνομος: 1
  • παρέργον : 1
  • παρακαλεῖσθαι: 1
  • περισσεύω: 1
  • πευματικὸς: 1
  • πλεονεξίαν: 1
  • πληγὰς μίας λειπούσης τεσσαράκοντα,: 1
  • πλωῖον: 1
  • προς Κορινθιους ά ενραφη απο Εφεσου: 1
  • προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ: 1
  • ςέκρωσιν: 1
  • σύγχρονος : 1
  • σύλη,: 1
  • σύν: 1
  • σύν : 1 2
  • σκεῦος: 1
  • σκοποῦντων ἡμῶν: 1
  • σπλάγχνα,: 1
  • στελλόμενοι,: 1
  • στενοῖς: 1
  • στενοχωρούμενοι: 1
  • στοργὴ: 1
  • στρέφω: 1
  • συμπάθειαν : 1
  • συνεργοῦντες: 1
  • σφραγὶς): 1
  • σχέω: 1
  • τὴν νέκρωσιν: 1 2
  • τὴν πεντηκοστήν: 1
  • τὴν σπονδὴν ὑπερ ἡμῶν,: 1
  • τὴν τῶν Βυζαντιῶν ὑποστασαι : 1
  • τί ταπεινοφρωνέστερον: 1
  • τὸ ἐπιεικες, : 1
  • τὸ μέτρον τοῦ κανόνος): 1
  • τὸ μήπω τετυπώμενον: 1
  • τὸ ναὶ καὶ τὸ οὔ: 1
  • τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν: 1
  • τῶς γὰρ): 1
  • τῷ ἀκριβοδικαίῳ,: 1
  • τῷ βιαίῳ : 1
  • τοῦ Κυριου: 1
  • τοῦ μεγαλαυχεῖν: 1
  • τοῦτο ἡμεῖς ἐ᾿ἴπομεν ἐν τί τῶν εἰκὢ πεπιστεύμενων: 1
  • φείδομαι τοῦ ἐρεῖν,: 1
  • φείδομαι,: 1
  • φιλαυτία): 1 2
  • φονεὺς: 1
  • φονεὺς,: 1
  • φορέσωμεν: 1 2
  • φυσικὸν: 1
  • χάρι: 1
  • χάριν: 1 2 3
  • χαράν: 1 2
  • χαρίσματα: 1
  • χειροτονήσαντες : 1
  • χειροτονία: 1
  • χορηγήσει : 1
  • ψὢφο: 1
  • ψυχης ανευ: 1
  • ψυχικὸς: 1
  • (Εἰδος) : 1
  • (εμφατικωτερα): 1
  • (επεξεργασια): 1
« Prev Greek Words and Phrases Next »
VIEWNAME is workSection