Contents

« Prev Greek Words and Phrases Next »

Index of Greek Words and Phrases

  • πάρεσιν ἁμαρτημάτων: 1
  • ἐὰν μή τις γεννηθῃ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος—τὸ πνευ̂μά ἐστιν τὸ ζωοποιοῦν—τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα: 1
  • (ψυχή) μὴ πᾶσα, ἀλλ᾽ ὁ νοῦς, πᾶσαν γὰρ ἀδύνατον ἴσως: 1
  • Μόψου ἑστία: 1
  • Νοῦς: 1
  • αἴτιον καὶ ποιητικόν: 1
  • αὐτὴ καθ᾽ αὑτὴν οὐσία: 1
  • αὐτὸ τὸ εἶναι: 1
  • αὐτὸ τὸ καλόν: 1
  • αὑτοῦ ἔνεκα: 1
  • αὔτὸ τὸ ὄν: 1
  • βούλησις: 1 2 3
  • γενόμενον ἐκ τοῦ μηδενός: 1
  • γόλος: 1
  • δαίμονες: 1
  • δαίμων: 1 2
  • διακριτικὸν ὀψέως: 1
  • διά: 1
  • διάνοεῖσθαι: 1
  • διάνοια: 1 2
  • δουλεύειν τῇ γῇ: 1
  • δυνάμει πως τὰ νοητά, ἀλλ᾽ ἐντελεχείᾳ οὐδὲν πρίν ἂν νοῇ: 1
  • δἰ οὗ ἕκαστον, κἀκεῖνο μᾶλλον: 1
  • δύναμις καὶ κίνησις: 1
  • εἰ ὁ νοῦς ἀπλοῦν ἐστὶ καὶ ἀπαθὲς καὶ μηθενὶ μηθὲν ἔχει κοινόν: 1
  • εἰκότα: 1
  • εἰς ἄπειρον: 1
  • εἱμαρμένη: 1
  • εἴδη: 1 2 3
  • εἶδος: 1 2 3
  • εἶδος : 1
  • εὐτυχής: 1
  • εὐφραίνεσθαι: 1
  • θεοῦ: 1 2 3
  • θερμὸς ἀήρ: 1
  • θεωρεῖν, θεωρία: 1
  • θεωρητικὸς βίος: 1
  • θεωρία: 1
  • θεός μέγας κύριος: 1
  • θεῷ: 1 2
  • θυμὸς: 1
  • θυμός: 1 2 3 4 5
  • θυοός: 1
  • θύραθεν: 1
  • καθόλου δὲ καὶ ἐξ οὗ φύσις, καὶ καθ᾽ ὃ φύσις, τὸ δὲ γιγνόμενον ἔχει φύσιν, οἷον φυτὸν ἢ ζῷον: 1
  • καθ᾽ οὗ: 1
  • καθ᾽ ὅ: 1
  • καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ: 1
  • καὶ ἐσμέν: 1
  • κεχαριτωμένη: 1
  • κεχωρισμένα: 1
  • κρᾶσις: 1
  • κένωσις: 1
  • κύριος: 1
  • λατρεύοντες: 1
  • λείπεται δὲ τὸν νοῦν μόνον θύραθεν ἐπεισιέναι καὶ θεῖον εἶναι μόνον: 1
  • λέγω δὲ νοῦν ᾧ διανοεῖται καί ὑπολαμβάνει ἡ ψυχή: 1
  • λόγος: 1 2 3
  • λόγῳ: 1
  • μετανοήσατε καὶ βαπρισθήτω ἔκαστος: 1
  • μετριότης: 1
  • μηδ᾽ αὐτοῦ εἶναι φύσιν οὐδεμίαν ἀλλ᾽ ἢ ταύτην ὅτι δυνατόν: 1
  • μυστήριον: 1
  • μέγα τεκμήριον: 1
  • μίξις: 1
  • μόριον: 1
  • νοεῖν: 1
  • νοῦς: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
  • νοῦς δυνατός: 1
  • νοῦς παθητικός: 1 2
  • νοῦς ποιητικός: 1
  • νοῦς ποιητκός: 1
  • νοῦς χωριστός: 1 2 3 4 5
  • νοῦς, θυμός, ἐπιθυμία: 1
  • νόμος: 1
  • οἰ θεῷ τῷ πνεύματι λατρεύοντες: 1
  • οἰ πνεύματι θεοῦ λατρεύοντες: 1
  • οἰ πνεύματι θεῷ λατρεύοντες: 1
  • οἰκουμένη: 1
  • οὐ γενόμενον ἐξ οὐδενός: 1
  • οὐ μνημονεύομεν δὲ κ.τ.λ.: 1
  • οὐδὲ χρόνῳ: 1
  • οὐσία: 1
  • οὐχ ὁτὲ μὲν νοεῖ, ὁτὲ δὲ οὐ νοεῖ: 1
  • οὗτος: 1
  • παθητικὸς νοῦς: 1
  • παθητικὸς νοῦς φθαρτός: 1
  • πελάνῳ μυχόθεν βασιλείῳ: 1
  • περιττοί, περίεργοι: 1
  • περὶ δε᾽ τοῦ μορίου τοῦ τῆς ψυχῆς, ᾧ γινώσκει τε ἡ ψυχὴ καὶ,: 1
  • περὶ δὲ τοῦ νοῦ καὶ τῆς θεωρητικῆς δυνάμεως: 1
  • περὶ ἀρχῶν: 1
  • πνευματικῶς: 1
  • πνεύματι, τουτέστιν, πνευματικῶς: 1
  • πνεῦμα: 1 2 3
  • πνεῦμα, ἀφρός: 1
  • πνέυματι: 1
  • ποιεῖ γόνιμα τὰ σπέρματα: 1
  • προαίρεσις: 1 2 3
  • πάθη: 1 2
  • πάθος: 1
  • πάντες οὐ κοιμησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγήσομεθα: 1
  • πέρας: 1
  • πῶς: 1
  • συγκριτικόν: 1
  • συμβεβηκός: 1
  • συμβεβηκότα: 1
  • σχολή: 1
  • σῶμα ψυχικόν: 1
  • τεθεοποιημένον: 1
  • το ἀποβεβληκὸς: 1
  • τοιόνδε τι: 1
  • τοῦτο μόνον ἀθάνατον καὶ ἀΐδιον: 1
  • τοῦτο ἐν μέσῳ ἔρριψεν: 1
  • τρίγωνα: 1
  • τρίτος ἄνθρωπος: 1
  • τὰ κεχωρισμένα: 1
  • τάξις: 1
  • τὲλος: 1
  • τέκνα φύσει ὀργῆς: 1
  • τέλος: 1 2 3
  • τὸ αὐτὸ καθ᾽ αὐτὸ ὑφ᾽ αὑτοῦ νενοῆσθαι: 1
  • τὸ αὐτό ἐστι τὸ νοοῦν καὶ τὸ νοούμενον, ἡ γὰρ θεωρητικὴ ἐπιστήμη καὶ τὸ οὕτως ἐπιστητὸν τὸ αὐτό ἐστιν: 1
  • τὸ αὐτόματον: 1
  • τὸ γινώσκειν τῆς ψυχῆς ἐστί, κ.τ.λ.: 1
  • τὸ γὰρ θῆλυ ὣσπερ ἄρρεν ἐστὶ πεπηρωμένον: 1
  • τὸ διανοεῖσθαι: 1 2
  • τὸ δὲ καὶ θεωροῦντες δημωυργοῦμεν καὶ πρὸς λήμματα θεωροῦμεν.: 1
  • τὸ δ᾽ αὐτό ἐστιν ἡ κατ᾽ ἐνέργειαν ἐπιστήμη τῷ πράγματι: 1
  • τὸ μὲν γὰρ αἰσθητικὸν οὐκ ἄνευ σώματος, ὁ δὲ χωριστός: 1
  • τὸ μὴ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ: 1
  • τὸ νοεῖν: 1
  • τὸ τί ἦν εἶναι: 1
  • τὸ ἀποβεβληκὸς τὴν ψυχήν: 1
  • τὸ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου: 1
  • τὸ ἀπὸ τύχης: 1
  • τὸ ἐν τῷ σπέρματι ἀφρῶδές τε καὶ λευκόν: 1
  • τὸν ἀληθινόν: 1 2
  • τό: 1
  • τόδε τι: 1
  • τόπος: 1
  • τόπος, τὸ πρῶτον περιέχον σωμάτων ἑκάστων: 1
  • τῇ οὐσίᾳ ὢν ἐνεργείᾳ: 1
  • τῇδε λατρεύω πέτρᾳ: 1
  • τῷ ἀληθινῷ: 1
  • υἱοπάτωρ: 1
  • φαντασία: 1
  • φαρμακούς: 1
  • φωτισθέντας: 1
  • φύσει: 1 2
  • φύσει δοῦλοι: 1
  • φύσις: 1 2 3 4 5 6
  • χαρά: 1
  • χορηγία: 1
  • χριστός: 1
  • χωρισθεὶς: 1
  • χωρισθεὶς δέ ἐστι μόνον τοῦθ᾽ ὃπερ ἐστί: 1
  • χωρισθεὶς δ᾽ἐστὶ μόνον τοῦθ᾽ ὅπερ ἐστί: 1
  • χωριστὸς καὶ ἀμιγὴς καὶ ἀπαθής: 1
  • χωριστός: 1 2 3 4
  • χωριστός, ἀμιγής, ἀπαθής, τῇ οὐσίᾳ ὤν ἐνεργείᾳ: 1
  • χώρα: 1
  • χῶρεῖν: 1
  • ψυχικὸς ἄνθρωπος: 1
  • ἀεὶ γὰρ: 1
  • ἀκόλαστοι καὶ ἀκρατεῖς: 1
  • ἀλλ᾽ οὐχ ὁτὲ μὲν νοεῖ, ὄτε δὲ οὐ νοεῖ: 1
  • ἀμιγῆ: 1
  • ἀμιγῆ εἶναι . . . . οὐδὲ μεμῖχθαι τῳ σώματι: 1
  • ἀνακαινίζειν: 1 2
  • ἀνακαινώσεως: 1
  • ἀνακεφαλαιώσασθαι: 1
  • ἀνάγκη καὶ ἐν τῇ ψυχῇ ὑπάρχειν ταύτας τὰς διαφοράς: 1
  • ἀνάγκη ἄρα, ἐπεὶ πάντα νοεῖ, ἀμίγῆ εἰναι ἳνα γνωρίζῃ· παρεμφαινόμενον γὰρ κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀντιφράττει· διὸ οὐδὲ μεμίχθαι εὔλογον αὐτὸν τῷ σώματι: 1
  • ἀπαθές: 1 2 3 4
  • ἀπαθής: 1
  • ἀπόδειξις: 1
  • ἀριθμὸς κινήσεως: 1
  • ἀσχολία: 1
  • ἁρπαγμόν: 1
  • ἄλογοι: 1
  • ἄνευ σώματος: 1
  • ἆρα ἐνδέχεται τῶν κεχωρισμένων τι νοεῖν ὄντα αὐτὸν μὴ κεχωρισμένον μεγέθους: 1
  • ἐκένωσεν: 1
  • ἐλεύθερος ἄνθρωπος ὁ αὑτοῦ ἔνεκα καὶ μὴ ἄλλου ὤν: 1
  • ἐμπεριλαμβανόμενον ἐν τῷ ἀφρώδει: 1
  • ἐμποιεῖ γὰρ τοῦτο (τὸ ἄρρεν) τὴν αἰσθητικὴν ψυχὴν ἢ δἰ αὑτοῦ ἢ διὰ τῆς γονῆς: 1
  • ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ ὑιῷ αὐτοῦ: 1
  • ἐν ἁπάσῃ τῇ φύσει: 1
  • ἐντελέχεια: 1 2 3
  • ἐξ: 1
  • ἐπιθυμητικόν: 1 2
  • ἐπιθυμία: 1 2
  • ἐπιθυμίαι: 1
  • ἐπιτηδειότης: 1 2
  • ἐπιτηδειότης τίς ἐστιν ὁ ὑλικὸς νοῦς, ἐοικὼς πινακίδι ἀγράφῳ: 1
  • ἐπιτηδεώτης: 1
  • ἐστὶ γὰρ ἐξ ἐνελεχείᾳ ὄντος πάντα τὰ γιγνόμενα: 1
  • ἐστὶ δὲ τὸ μὲν σῶμα ἐκ τοῦ θήλεος, ἡ δὲ ψυχὴ ἐκτοῦ ἄρρενος· ἡ γὰρ ψυχὴ οὐσία σώματός τινός ἐστι: 1
  • ἐστὶ μὲν οὖν τὸ σπέρμα κοινὸν πνεύματος καὶ ὕδατος, τὸ δὲ πνεῦμά ἐστιν θερμὸς ἀήρ . . . . διὸ ὑγρὸν τὴν φύσιν ὅτι ἐξ ὕδατος παχὺ δὲ καὶ λευκὸν διὰ το μεμῖχθαι πνεῦμα . . . . αἴτιον δὲ τῆς λευκότητος τοῦ σπέρματος ὅτι ἐστὶν ἡ γονὴ ἀφρός, ὁ δὲ ἀφρός λευκόν: 1
  • ἐστὶ μὲν ὁμοίως καὶ τότε δυνάμει πως, οὐ μὴν ὁμοίως καὶ πρὶν μαθεῖν ἢ εὐρεῖν: 1
  • ἐστὶ τοῦθ᾽ ὅπερ ἐστί: 1
  • ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς: 1
  • ἔμψυχον εἶδος: 1
  • ἠδονή: 1
  • ἡ δὲ κατὰ δύναμιν χρόνῳ προτέρα ἐν τῷ ἑνί, ὅλως οὐδὲ χρόνῳ: 1
  • ἡ κατ᾽ ἐνέργειαν ἐπιστήμη: 1
  • ἡ τύχη: 1
  • ἡ ἐν τῷ πνεύματι φύσις: 1
  • ἡλικία καθεστῶσα: 1
  • ἥδεσθαι: 1
  • ἥρωες: 1
  • ἰδεῖν: 1
  • ἰσάγγελοι γάρ εἰσι : 1
  • ἰσάγγελος: 1
  • ὁ δυνάμει νοῦς: 1
  • ὁ δὲ κατὰ δύναμιν νοῦς: 1
  • ὁ δὲ κύριος τὸ πνεῦμά ἐστιν: 1
  • ὁ δὲ νοῦς ἔοικεν ἐγγίνεσθαι οὐσία τις οὖσα: 1
  • ὁ δὲ νοῦς ἴσως θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν: 1
  • ὁ δὲ παθητικὸς νοῦς φθαρτός: 1
  • ὁ δὲ παθητικὸς νοῦς φθαρτός, κα͍ὶ ἄνευ τούτου οὐθὲν νοεῖ: 1
  • ὁ δὲ χωριστός: 1
  • ὁ παθητικὸς νοῦς: 1
  • ὁ πνευματομάχος: 1
  • ὁ ἐξηγητής: 1
  • ὁμοῦ πάντα χρήματα: 1
  • ὁμωνύμως: 1
  • ὁρισθέντος: 1
  • ὃταν θεωρῇ ἀνάγκη ἅμα φάντασμά τι θεωρεῖν: 1
  • ὅ: 1
  • ὅτι: 1
  • ὑλικός: 1
  • ὑπεριδών: 1
  • ὕλη: 1
  • ὕλην μὲν οὖν παρέχει τὸ θῆλυ, τὴν δὲ ἀρχὴν τῆς κινήσεως ὁ ἄρρην: 1
  • ὡς ἕξις τις, οἷον τὸ φῶς: 1
  • ᾧ: 1
« Prev Greek Words and Phrases Next »
VIEWNAME is workSection