Index of Greek Words and Phrases
- ἀγοράζω: 1: 1: 1
- ἀγοράζω: 1 2
- ἀκίνητα κινεῖν: 1
- ἀκατάλλακτος: 1
- ἀλλάττω: 1
- ἀνήνεγκε: 1
- ἀνήνεγκεν: 1
- ἀναμφισβήτητον: 1
- ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρός: 1
- ἀντί: 1 2
- ἀντίλυτρον: 1 2
- ἀντανάκλασις: 1 2
- ἀπαράβατον ἱερωσύνην: 1
- ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην: 1
- ἀπολύτρωσις: 1 2
- ἀποπομπαῖος: 1
- ἁγιάζω: 1
- ἁγιασμός: 1
- ἁμαρτία: 1 2
- ἄλλον παράκλητον: 1
- ἄνθρωπον: 1
- Ἀγνώστῳ Θεῷ: 1
- Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις κύριε: 1
- Ἀορίστως: 1
- Ἁμαρτίαν ἐποίησε: 1
- ἐκένωσε: 1
- ἐκκλησία καθολική: 1
- ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ: 1
- ἐν Χριστῷ: 1
- ἐν γαστρὶ ἔχουσα: 1
- ἐν παντὶ τόπῳ·: 1
- ἐνσάρκωσις: 1
- ἐπὶ πᾶσαν σάρκα·: 1
- ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης: 1
- ἐπι τὸν Κύριον: 1
- ἐπικατάρατος: 1
- ἐρχόμενον: 1
- ἐφάπαξ: 1
- ἔγγυος: 1 2
- ἠγάπησε: 1
- ἠμάπησαν: 1
- ἡγιασμένοι μόσχοι: 1
- ἰλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ: 1
- ἱλάσκομαι: 1
- ἱλάω: 1
- ἱλασμός: 1 2 3 4 5
- ἱλαστήριον: 1 2 3 4 5
- ἵεμαι λάειν: 1
- ἵνα: 1
- ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων: 1
- ἵνα σωθῇ: 1
- Ἱλάσθητί μοι: 1 2
- Ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1 2
- Ἱλάσκεσθαι τὸν Θεὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν: 1
- Ἱλασμός: 1
- Ἵλεως ἔσομαι: 1
- Ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ·: 1
- Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων: 1
- ὁ αἴρων: 1
- ὁ παράκλητος: 1
- ὁλικῶς·: 1
- ὁρισθείς: 1
- ὅλος ὁ κόσμος: 1
- ὅλου τοῦ κόσμου: 1
- ὅλως: 1
- ὅπερ ἔδει δείξαι: 1
- Ὀλικῶς: 1
- Ὀφθαλμὸς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ: 1
- Ὁ αἴρων: 1
- Ὁ κόσμος ὅλος: 1
- Ὁς ἀνήνεγκεν: 1
- Ὄφις ἀντὶ ἰχθύος: 1
- Ὅτι οὔτε τὸν Χριστόν ποτε καταλείπειν δυνησόμεθα τὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου τῶν σωζωμένων σωτηρίας παθόντα, οὔτε ἕτερον τιμῇ σέβειν.: 1
- ὑπὲρ Χριστοῦ: 1 2
- ὑπὲρ πάντων: 1 2
- ὑπὲρ παντός: 1 2 3
- ὑπὲρ τῶν αδελφῶν: 1
- ὑπέρ: 1 2
- ὑπόδικος: 1
- ὑπέρογκα ματαιότητος: 1
- Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν: 1
- Ὦ τᾶν ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;: 1
- ῥητῶς: 1
- Γενόμενος κατάρα: 1
- Δεσπότης: 1 2 3 4
- Διὰ τὴν ἀγάπην ἣν ἔσχεν πρὸς ἡμᾶς τὸ αἷμα αὐτοῦ ἔδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν ἐν θελήματι αὐτοῦ καὶ τὴν σάρκα ὑπὲρ τῆς σαρκὸς ἡμῶν καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὲρ ψυχῶν ἡμῶν.: 1
- Διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος: 1
- Εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1
- Θεῷ προσήκοντι: 1
- Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν: 1
- Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν: 1
- Κύριος: 1
- Καὶ μὴ θαυμάσῃς εἰ κόσμος ὅλος ἐλυτρώθη, οὐ γὰρ ἦν ἄνθρωπος ψιλὸς ἀλλὰ υἱὸς Θεοῦ μονογενὴς ὁ ὑπεραποθνήσκων — καὶ εἰ τότε διὰ τὸ ξύλον τῆς βρώσεως ἐξεβλήθησαν ἐκ παραδείσου, ἆρα διὰ τὸ ξύλον Ἰησοῦ νῦν εὐκοπώτερον οἱ πιστεύοντες εἰς παράδεισον οὐκ εἰσελεύσονται;: 1
- Καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ: 1
- Κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ: 1
- Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν: 1
- Μόνῳ σοφῷ Θεῷ, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.: 1
- Μερικῶς: 1
- Νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον, καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον: 1
- Οὔτε δυωδέκατος οὐδ’ ἐν λόγῳ οὐδ’ ἐν ἀριθμῷ: 1
- Οὗτός ἐστιν ἡ πάντων ζωή, καὶ ὡς πρόβατον ὑπὲρ, τῆς πάντων σωτηρίας ἀντίψυχον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα εἰς θάνατον παραδούς.: 1
- Οὗτός ἐστιν ἡ πρὸς τὸν Πατέρα ἄγουσα ὁδός, ἡ πέτρα, ὁ φραγμός, ἡ κλείς, ὁ ποιμήν, τὸ ἱερεῖον, ἡ θύρα τῆς γνώσεως δι’ ἧς εἰσῆλθον Αβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Μωσῆς, καὶ ὁ σύμπας τῶν προφητῶν χορός, καὶ οἱ στύλοι τοῦ κόσμου οἱ απόστολοι καὶ ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ ἧς, φερνῆς λόγῳ, ἐξέχεε τὸ οἰκεῖον αἷμα ἵνα αὐτὴν ἐξαγοράσῃ.: 1
- Παρέδωκεν ἑαυτὸν προσφορὰν καὶ θυσίαν: 1
- Περιεποιήσατο: 1
- Πλήρωμα, Αἰών, Τέλειος, Βυθός, Σιγή: 1
- Πνεύματος ἁγίου: 1
- Πνεύματος αἰωνίου: 1
- Τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη: 1
- αἰών: 1
- αὐτάρκεια: 1
- αντίλυτρον: 1
- διὰ Χρίστου: 1
- διὰ δικαιώματος τοῦ ἑνός: 1
- διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως: 1
- διὰ τοῦ φωτός: 1
- δι’ ἑνὸς δικαιώματος: 1
- δι’ αὐτοῦ: 1
- δοῦναι τὴν ψυχὴν αὑτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν: 1 2
- εἰς ἀπολύτρωσιν παραβάσεων·: 1
- εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης: 1
- εἰς τὰ ἴδια: 1
- εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ: 1
- εἰς τὸ φῶς: 1
- εὐαρεστεῖται: 1
- ζωοποιεῖν: 1
- ζωοποιηθήσονται: 1
- θέλειν τινὶ τὸ ἀγαθόν: 1
- θεοπρεπῶς: 1
- θυσία: 1
- κόσμος: 1
- καὶ: 1
- καὶ οἱ ἴδιοι: 1
- καθὼς καὶ ἐν παντὶ τῷ κόσμῳ: 1
- κατὰ πάντας: 1
- κατὰ συμβεβηκός: 1
- κατὰ τὴν ἀλήθειαν: 1
- κατὰ τὴν δόξαν: 1
- κατὰ τὸ βίαιον: 1
- κατὰ τὸ εἷναι: 1
- κατὰ τὸ φαίνεσθαι: 1
- κατ’ ἐξοχήν·: 1
- καταλλάσσω: 1
- καταλλάττονται: 1
- καταλλαγή: 1 2
- λύτρον: 1 2 3
- λύτρου: 1
- λύτρωσις: 1
- μένει: 1
- μένομεν ὥσπερ ἐσμέν: 1
- μᾶλλον: 1
- μερικῶς·: 1
- νουθετική: 1
- οἱ: 1
- οὐκ ἐφείσατο: 1
- οὔτε τρίτος οὔτε τέταρτος: 1
- πάντα τὰ τετράποδα: 1
- πάντας: 1
- πάντες: 1 2
- πᾶν λάχανον: 1 2
- πᾶσα ἡ Ἰουδαία, καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου: 1
- πᾶσαν νόσον: 1
- παραδειγματική: 1
- παρορᾶματα: 1
- πολύσημον: 1 2
- πρῶτον ψεῦδος: 1 2
- προσφορά: 1
- προσφορά·: 1
- σὺν Θεῷ: 1
- σώσεις: 1
- συνεκδοχικῶς: 1
- σωματικῶς: 1
- τὴν ἁμαρτίαν: 1
- τὴν καταλλαγήν: 1
- τὸ ζωοποιοῦν: 1
- τὸ κρινόμενον: 1
- τύπος: 1
- τῷ κατηγόρῳ: 1
- τῷ μάλιστα αὐτῷ ἀρέσκοντι τρόπῳ: 1
- τοῦ ἐν ἀρχῇ: 1
- τοῦ κόσμου: 1
- φῶς: 1
- φάρμακον πάνσοφον: 1
- φιλανθρωπία: 1
- φωτισμός: 1
- χάσμα μέγα: 1
- χιτῶνα ἡγιασμένον: 1
VIEWNAME is
workSection