Contents

« Prev Greek Words and Phrases Next »

Index of Greek Words and Phrases

  • ἀδολεσχη̂σαι: 1
  • ἀνομία: 1
  • ἀνομίαν: 1
  • ἀντεχόμενον: 1
  • ἐκολλήθη τῳ̂ ἐδάφει ἡ ψυχή μου: 1
  • ἐλάχιστον: 1
  • ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ: 1
  • ἐν τοῖς διαλογισμοῖς: 1 2
  • ἐπίγνωσιν ἀληθείας: 1
  • ἑτοίμως ἔχω: 1
  • ἑτοιμασία τῆς εἰρήνης τοῦ εὐαγγελίου: 1
  • ἔνοχος δουλείας: 1
  • ἔργον νόμου: 1
  • ἔχει τὴν μαρτυρίαν: 1
  • ἕτοιμοι: 1
  • Ἐλάχιστον: 1
  • Ἔννομος ζωὴ τῆς παῤῥησίας δημιοῦργος: 1
  • ἵνα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τρέχῃ: 1
  • ὁ εἰπών: 1
  • Ὁι ἐρῶντες, καὶ διαλεγόμενοι, καὶ γράφοντες, καὶ ποιοῦντες ἀεὶ τὶ περὶ τοῦ ἐρωμένου χαίραουσιν: 1
  • Ὁι καλλίνικοι μάρτυρες τῶν δυσσεβῶν κατεφρόνησεν βασιλέων: 1
  • ὦ βάθος: 1
  • Λόγον ἐλπίδος: 1
  • Περιφερόμενοι: 1
  • Τὸ νικᾶν ἡδὺ, οὐ μόνον τοῖς φιλονέικοις ἀλλὰ πᾶσι· φαντασία γὰρ ὑπεροχῆς γύγνεται: 1
  • Τοῖος γὰρ ἀνθρώποισι θυμὸς, Γλαῦκε, Λεπτίνες παι, Θνητοῖς ὁποίον Ζευς ἐφ᾽ ἡμὲρην ἄγοι: 1
  • Τοῖος γὰρ νόος ἐστιν ἐπιχθονιῶν ἀνθρώπων, Ὅιον ἐπ᾽ ἦμαρ ἄγησι πατὴρ ἀνδρῶντε θεῶντε: 1
  • ἄνθρωπος ψύχικος: 1
  • ἀείδειν: 1
  • διὰ παντὸς: 1
  • διὰ τὴν φήμην: 1
  • διαβόλος: 1
  • ἔργον τέλειον: 1
  • ἔχθρα: 1
  • ἐκ τοῦ ὁρᾷν γίνεται τὸ ἐρᾷν: 1
  • ἐν ταῖς ἐντολαῖς σοῦ ἀδολεσχήσω: 1
  • ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τὸ ἐπιθυμῆσαι τὰ κρίματά σου: 1
  • εἰς μαρτύριον: 1
  • εὐαγγελικῶς: 1
  • ζύγος χρηστὸς: 1
  • ἱλαστήριον: 1
  • κατασοφιζώμεθα: 1
  • κοὶνον ἱατρεῖον: 1
  • λαλῆσαι: 1
  • λογίζεσθε: 1
  • λογικὸν ἄδολον γάλα: 1
  • μέγα μυστήριον: 1
  • μεταξὺ ἀλλήλων: 1
  • μωρία: 1
  • νομικῶς: 1
  • ὄρεξις μετὰ λόγου: 1
  • ὀρεῖν γίνεται τὸ ὁρᾷν: 1
  • ὅτι: 1
  • ὅτι βασιλείαν ὀνομάζομεν: 1
  • ὁμιλῆσαι: 1
  • οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν: 1
  • οὐ δέχεται: 1
  • οὐ δύναται γνῶναι: 1
  • παιδία: 1
  • παῤῥησίαν ἔχομεν: 1
  • παῤῥησία: 1
  • σάρκικοι: 1
  • σοφοὶ: 1
  • συνέκλεισεν: 1
  • τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου: 1
  • τὸ λογικὸν ἄδολον γάλα: 1
  • τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν: 1
  • τὰ μέγιστα καὶ τίμια ἐπαγγέλματα: 1
  • τὰ τοῦ Θεοῦ: 1
  • τὰ τοῦ πνεύματος: 1 2
  • φερόμενοι: 1
  • φιλόσοφοι: 1
  • φιμοῦν: 1
  • χάριν ἀντὶ χάριτος: 1
  • χάριν ἐρχομένην: 1
  • ψυχικοι, πνεῦμα μή ἔχοντες: 1
« Prev Greek Words and Phrases Next »
VIEWNAME is workSection