Index of Greek Words and Phrases
- βαπτίζω
- παλιγγενεσίας
- σῶμα
- ἀγορά
- ἀκρόπολις
- ἀμεταμέλητα τοῦ Θεου δῶρα
- ἀνίπτοις
- ἀναγέννησις
- ἀποκα τάστασις
- ἀποκατάστασις
- ἀπολύειν, ἀφιέναι, χωρίζειν
- ἀπολύτρωσις τοῦ σώματος ἡμῶν ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς
- ἀπολύτρωσις, λυτροῦν, ἀγοράζειν, ἐξαγοράζειν
- ἀπουσίαν
- ἀσπασμὸς καὶ τιμητικὴ προσκύνησις
- ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν
- ἄρτος
- ἐὰν μὴ βαπτίσωνται
- ἐβάφη
- ἐβάφησαν
- ἐβαπτίζετο ἐν τῇ παρεμβολῇ ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος
- ἐβαπτίσατο
- ἐζωοποίησε
- ἐκ πίστεως
- ἐκήρυξεν
- ἐλεγχος
- ἐλούετο ὕδατι
- ἐμβάψας
- ἐν
- ἐν ὀνόματι
- ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν
- ἐν ὕδ.
- ἐν Πνεύματι ἁγίῳ
- ἐν πνεύματι
- ἐν πν.
- ἐν πυρί
- ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ
- ἐν τῷ ὀνόματι
- ἐν τῷ Πνεύματι
- ἐν τοῖς ἐπουρανίοις
- ἐνέργειαι
- ἐνεργεῖσθαι
- ἐνουσίαν
- ἐξορκίζω
- ἐξουσία
- ἐπὶ τῷ ὀνόματι
- ἐπί
- ἐπί τι ὕδωρ
- ἐπίσκοποι
- ἐπί, εἰς, ἐν
- ἐπιστήμη
- ἔβαψεν
- ἔχθεσις
- ἕτερον εὐαγγέλιον
- ἡ ἀνομία με βαπτίζει
- ἡ γενεὰ αὗτη
- ἡ γυνὴ κοινωνός ἐστι βίου, ἐνουμένη εἰς ἕν σῶμα ἐκ δύο παρὰ Θεοῦ
- ἡ μαρτυρίαν
- Ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ προτότυπον διαβαίνει καὶ ὁ προσκυνῶν τὴν εἰκόνα προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν ὑπόστασιν
- ἵνα
- ὁ ἀντικείμενος
- ὁ δίκαιος δικαιωθήτω ἔτι
- ὁ δίκαιος, δικαιωθήτω ἔτι
- ὁ κακολογῶν
- ὁ λούων
- ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος
- ὁρκίζω
- ὁρκιεῖ αὐτήν
- ὑπὸ ἐλαίου
- ὑπὸ τῶν φαντασίων
- ὑπόδειγμα τῆς ἀπειθείας
- ὑπόδικος
- ὑπόστασις
- ὑπερδουλεία
- ὕδατι
- ὥρκισέ με
- ῥαίνω
- ῥαντίζω
- Βαπτίζει Ιησοῦς, ἀλλ᾽ ἐν τνεύματι
- Βαπτ. ἐν πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί
- Βαττίζω
- Δίκαιος
- Δικαοῦν
- Εὐλογία
- Εὐχαριστία
- Εξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος
- Θεοῦ
- Θυσία
- Μυστήριον
- Οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ σου ἐπὶ ματίῳ
- Παράκλητος
- Πνεῦμα
- Πορνεία
- Προσφορά
- Σύναξις
- Υποτυπωσις
- Χριστοῦ
- αἴτιον ποιητικόν
- βάπτειν
- βάπτισμα
- βάπτομαι
- βάπτω
- βάπτω, βαπτίζω
- βάψῃ
- βάψας
- βάψει
- βάψεις
- βαπρίζω τινὰ εἰς τινα (εἰς τι)
- βαπριζόμενος ἀπὸ νεκροῦ
- βαπτίζειν
- βαπτίζω
- βαπτίζω τινά εἰς Χριστόν
- βαπτίζω τινά εἰς τὸ ὄνόμα τοῦ Πατρός, κτλ.
- βαπτίσωνται
- βαπτισμός
- βαπτισμούς
- βαφῇ
- γνῶσις
- γυναῖκα ἐπ ἀδελφῇ αὐτῆς
- γυναῖκα ἔχειν
- δίκαιος
- διὰ
- διὰ πίστιν
- διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
- διάκονοι
- διάφοροι βαπτισμοί
- δια δακρύων
- διδάσκαλοι
- δικαίωσις
- δικαιόω
- δικαιοσύνη
- δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι
- δουλεία
- εἰ θέλει αὐτόν
- εἰς
- εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν
- εἰς Χριστὸν Ιησοῦν
- εἰς Χριστόν
- εἰς ζωὴν αἰώνιον
- εἰς κόλασιν αἰώνιον
- εἰς μετάνοιαν
- εἰς τὸ ὄνομα
- εἰς τὸ ὄνομα Παύλου
- εἰς τὸ Μωσήν
- εἰς (εἰς τὸ ὄνομα)
- εἱμαρμένη
- εἴμι
- εὐαγγέλιον
- εὐλογέω
- εὐλογήσας
- εὐλογία
- εὐσχημοσύνης
- εὐχαριστέω
- εὐχαριστήσας
- εὐχαριστία
- εὔσημον λόγον
- εἴ τις ἐστὶν . . . μιᾶς γυναικὸς, ἀνήρ
- εχθεσις
- ζωή
- ζωοποιήσει
- ζωοποιεῖν
- θάνατος
- θέλει
- θανατός
- θεοῦ
- θυμίαμα προσάγεται
- θυσία αἰνέσεως
- καὶ σφραγίδες
- καλῶς ποιεῖν
- καλεῖ πορνείαν τὴν οὐ κατὰ γάμον γινομένην συνουσίαν
- κατὰ πνεῦμα
- κατὰ σάρκα
- κατὰ σαρκά
- κατ᾽ ἐξοχήν
- κατ᾽ ἐξοχην
- κειμήλιον
- κενή
- κλῆσις
- κλινῶν
- κοινωνία
- κρῖμα
- κρῖμα εἰς κατάκριμα
- κτίσις
- κυριοῦ
- κυριοῦ και θεοῦ
- λόγος
- λατρεία
- λειτουργία
- λοῦσαι
- λογική
- λοιδορίας
- λουτρὸν παλιγγενεσίας
- λουτρόν
- μετάνοια
- μετουσίαν
- μνημόσυνα
- μοιχεία
- μυστήριον
- νίπτομαι
- νίψωνται
- νόμος
- νουθεσίᾳ
- οἰκονομία
- οἱ βεβαπτισμένοι
- οἶνος
- οὐκ ἀφανισμὸν ἀπειλεῖ, ἀλλὰ τὴν καίθαρσιν ὑποφαίνει
- οὐσία
- οὑ πεπίστευκεν εἰς τὴν μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ υἱοῦ αὑτοῦ
- πίστει
- πίστις
- πίστις ἐστὶν ἑκούσιος τῆς ψυχῆς συγκατάθειτις
- πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη
- πίστις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ
- παιδείᾳ
- παλιγγενεσία
- παλιγγενεσίας
- παρουσίαν
- πείθω
- πεπληρωμένοι
- περιβεβλημένος ἱμάτιοι βεβαμμένον αἵματι
- πιστός
- πιστεύειν εἰς
- πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ
- πιστεύω
- πιστεύω, πίστις
- πιστιν ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησιοῦ
- πλήρωμα τῶν ἐθνῶν
- πληροφορία
- πνεῦμα
- πνεῦματικός
- πνεῦμα, ψυχή
- πολλῶν ἐστιν εὐεργετημάτων ἀνάμνησις
- πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ
- πορνεία
- πρῶτον ψεῦδος
- προσεποιεῖτο
- προσκυνέω
- σάρξ
- σὺ εἶπας
- σῶμα
- σῶμα πνευματικόν
- σῶμα ψυχικόν
- σῶμα, ψυχή
- σαββατισμός
- σεμνότης
- στοιχεῖα
- συμμαρτυρεῖ
- συνουσίαν
- τὰ ἐλπιζόμενα
- τὰ οὐ βλεπόμενα
- τὰ πάντα
- τέλος
- τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν
- τὸ πάσχον
- τὸ ποιοῦ
- τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας
- τοὺς προηλπικότας ἐν τῷ Χριστῷ
- τοῦτο
- υἱοθεσίᾳ
- φάρμακον αθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ ἀποθανεῖν
- φύσει
- φύσις
- φωτισμός
- χάρισμα εἰς δικαίωμα
- χωρίζεται
- ψυχή
- ψυχικόν
- [Φημὶ:] Τὰς μὲν [ψυχὰς] τῶν εὐσεβῶν ἐν κρειττονί ποι χώρῳ μένειν, τὰς δὲ ἀδίκους καὶ πονερὰς ἐν χείρονι, τὸν τῆς κρίσεως ἐκδεχομένας χρόνον τοτε
VIEWNAME is
workSection