Index of Greek Words and Phrases
- ἀναίρεαι, δευήσεαι, ἔρχεαι, εὔχεαι, ἴδηαι, κέλεαι, λέξεαι, λιλαίεαι, μαίνεαι, νέμεαι, ὀδύρεαι, πώλεαι.: 1
- ἐδίδουν: 1
- ἐκλίξει, ἐκλίξαι, ἔλιξαν, λίξουσιν.: 1
- ἐν ἡμίσει ἡμερῶν: 1
- ἐν ταύτῃ ἐγὼ ἐλπίζω: 1
- ἐνέδρα: 1
- ἔλεος θέλω ἢ θυσίαν.: 1
- ἔλεος, ὁ. : 1
- ἔλεος, τό : 1
- ἕτοιμοι γὰρ ἀποθνήσκειν ἐσμὲν ἢ πατρῴους νόμους παραβαίνειν.: 1
- ἡμέραν ἐξ ἡμέρας : 1
- ἡμέρας : 1
- ἦλθον τάγματα τάγματα, 4.2 ἔστησαν τάγματα τάγματα.: 1
- ἰσχύει οὗτος ἢ ἡμεῖς, : 1
- ὁ προσήλυτος ὁ ἐν σοὶ ἀναβήσεται ἄνω ἄνω, σὺ δὲ καταβήσῃ κάτω κάτω.: 1
- ὡσεὶ ὥραν θυσίας ἑσπερινῆς: 1
- Βασέας: 1
- δίδωμι: 1
- δύο δύο, : 1
- δῖνα: 1
- διδόασιν: 1
- καὶ πᾶν (σιχ) οἰκέτην ἢ ἀργυρώνητον περιτεμεῖς αὐτόν.: 1
- καθ’ ἑκάστην ἡμέραν: 1
- καλόν σοι ἐστὶν εἰσελθεῖν . . . ἢ . . . βληθῆναι. : 1
- κατὰ μικρὸν μικρόν.: 1
- κατὰ φυλὰς φυλάς.: 1
- λευκοὶ οἱ ὀδόντες αὐτοῦ ἢ γάλα.: 1
- μα: 1
- μεθ’ ἡμέρας : 1
- μεθ’ ἡμέρας πολλάς : 1
- μετά: 1
- οἱ πάντες γὰρ τὰ ἑαυτῶν ζητοῦσι. : 1
- οὐ γέγονεν τοιαύτη ἐξθὲς καὶ τρίτῆ: 1
- πᾶς ἀνήρ . . . πᾶσα δὲ γυνή. : 1
- πᾶς οἶκος Ἰσραήλ.: 1
- πᾶσα Ἱεροσόλυμα.: 1
- πεινάσωμεν, πεινάσητε: 1
- πολὺ τὸ ἔθνος τοῦτο ἢ ἐγώ, 9·1 ἔθνη μεγάλα καὶ ἰσχυρότερα μᾶλλον ἢ ὑμεῖς.: 1
- πρασιαὶ πρασιαί.: 1
- συμπόσια συμπόσια, : 1
- συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν: 1
- συνήγαγον αὐτοὺς θιμωνιάς θιμωνιάς.: 1
- τέρπειν γὰρ οἴομαί σε ταῦτα ἢ τὰ τῶν μυθολόγων βιβλία.: 1
- τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς κτλ: 1
- τοῖς πᾶσι γέγονα πάντα.: 1
- 2·21 πᾶσα οἰκοδομή.: 1
- ἀγαθὴ ἡ πόλις: 1
- ἀγαθός. Ἀγαθῶς: 1
- ἀγαθώτερος : 1
- ἀγαθωτέρα ὑπὲρ αὐτήν: 1
- ἀγαπήσει ἀγαπᾶσθαι κακίᾳ κακοποιεῖν: 1
- ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.: 1
- ἀγνόημα: 1
- ἀδελφός: 1
- ἀδυνατεῖν ἀπό: 1
- ἀθετεῖν ἐν: 1
- ἀκούειν: 1
- ἀκούοντες ἦσαν: 1
- ἀκοῇ ἀκούειν, ζωῇ ζῆν, θανάτῳ ἀποθανεῖ, θανάτῳ θανατοῦσθαι, σάλπιγγι σαλπίζειν: 1
- ἀκουστὴ ἐγένετο: 1
- ἀκουστὴν ἐποίησεν τὴν φωὴν αὐτοῦ: 1
- ἀκουστὸν ἐγένετο: 1
- ἀκουστὸν ἔσται: 1
- ἀκουστὸν ποιεῖν: 1
- ἀλέασθαι: 1
- ἀλώπεκας: 1
- ἀλώπηκας: 1
- ἀλαλαγμῷ ἀλαλάζειν κακίᾳ κακοῦν: 1
- ἀλλὰ ἀπελούσασθε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλ’ ἐδικαιώθητε: 1
- ἀλλὰ ἤ,: 1
- ἀλλά: 1 2
- ἀλλά,: 1 2
- ἀλλά.: 1
- ἀλλ’ ἢ ὅτι: 1
- ἀλλ’ ἢ ὅτι θρασὺ τὸ ἔθνος.: 1
- ἀλλ’ ἤ: 1 2 3 4 5 6
- ἀλλ’ ἤ ὅτι: 1 2
- ἀλλ’ ἤ.: 1
- ἀλοιφῇ ἐξαλείφειν κατάραις καταρᾶσθαι: 1
- ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰ δοθήσεται τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον: 1
- ἀμνοὺς ἐνιαυσίους δέκα τέσσαρες ἀμώμους: 1
- ἀμφίεσαι) = ἀμφιεννύναι.: 1
- ἀμφιάζειν: 1
- ἀνά: 1
- ἀνάβα: 1
- ἀνάθεμα: 1
- ἀνάθημα: 1
- ἀνάστα: 1 2 3 4 5
- ἀνάστα = ἀνάστα-ε: 1
- ἀνάστηθι: 1 2 3 4
- ἀνάστηθι . . . ἀνάστα. Ἀπόστα: 1
- ἀνάστημα: 1
- ἀνέῳξα: 1
- ἀνέβαιναν: 1
- ἀνὴρ εἷς, : 1
- ἀνὴρ περὶ πᾶσαν ἱστορίαν ἐπιμελής.: 1
- ἀνήρ: 1
- ἀνήρ = ἕκαστος: 1
- ἀνόμημα: 1
- ἀνώγει: 1
- ἀναβάτε: 1
- ἀναγγελήσεται: 1
- ἀναθέματι ἀναθεματίσαμεν: 1
- ἀνδρὶ ἀνδρί : 1
- ἀνείλατο: 1
- ἀνεβιβάσθη ὁ βάτραχος: 1
- ἀνεθεματίσαμεν ἑαὐτούς: 1
- ἀνελεῖ: 1
- ἀνηγγέλη . . . λέγοντες: 1
- ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν: 1
- ἀντέπεσαν: 1
- ἀντίστα: 1
- ἀντικρὺ Χίου: 1
- ἀπάνωθεν: 1
- ἀπάραντες δὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ,: 1
- ἀπέθαναν: 1
- ἀπέθανεν εἰς βαιτυλουά.: 1
- ἀπέναντι: 1
- ἀπήγγειλε . . . λέγουσα.: 1
- ἀπήγγειλεν . . . λέγων: 1
- ἀπήλθοσαν, διήλθοσαν, εἰσήλθοσαν, ἐξήλθοσαν, παρήλθοσαν, περιήλθοσαν, προσήλθοσαν, συνήθοσαν, ἐνεβάλοσαν, παρενεβάλοσαν, ἐξελίποσαν, κατελίποσαν, ἀπεθάνοσαν, εἰσηγάγοσαν.: 1
- ἀπὸ ἀνθρώπου . . . ἕως κτήνους: 1
- ἀπὸ ἐμπροσθεν ἡμῶν.: 1
- ἀπὸ ἴχνους τῶν ποδῶν σου ἕως τῆς κορυφῆς σου,: 1
- ἀπὸ ὄπισθεν Κυρίου: 1
- ἀπὸ μακρόθεν: 1
- ἀπὸ προωίθεν: 1
- ἀπὸ τῆς ταλαιποωρίας τῶν πτωχῶν . . . ἀναστήσομαι: 1
- ἀπὸ τεσσαρεσκαίδεκα ἐτῶν: 1
- ἀπὸ . . . καὶ ἕως . . . καὶ ἕως: 1
- ἀπό: 1 2 3 4
- ἀπό . . . ἕως: 1
- ἀπόκτεινόν με ἀναίρεσει: 1
- ἀπόστα: 1
- ἀπόστα . . . ἀπόστηθι: 1
- ἀπόστηθι . . . ἵνα μὴ πατάξω σε.: 1
- ἀπό.: 1
- ἀπῆλθαν: 1
- ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ ἐπὶ τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ: 1
- ἀπ’ ἐχθὲς καὶ τρίτης ἡμέρας : 1
- ἀπαγέσθωσαν καὶ ἀποστρεφέτωσαν: 1
- ἀπείλατο: 1
- ἀπειθοῦντες ἦτε: 1
- ἀπειλῇ (μαργιν) ἀπειλησώμεθα: 1
- ἀπεκατέστη: 1
- ἀπεκατέστησεν: 1
- ἀπελεύσομαι, ἵνα μὴ πατάξεις με.: 1
- ἀπεξένωσαι: 1
- ἀπεξενοῦσαι: 1
- ἀπεπεσάτωσαν, διέπεσαν, ἐνέπεσαν, ἐπέπεσαν.: 1
- ἀπεχενοῦσαι: 1
- ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων.: 1
- ἀπηγγέλη . . . λέγοντες: 1
- ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς.: 1
- ἀποθανεῖν εἰς Ἱερουσαλήμ.: 1
- ἀποκαθιστᾷ: 1
- ἀποκτέννειν: 1
- ἀποκτενῶ ἐν θανάτῳ.: 1
- ἀποσκορακίζειν: 1
- ἀποστραφήσομαι: 1
- ἀποτιννύειν: 1
- ἀπωλίᾳ ἀπολλύναι κλαυθμῷ κλαίειν: 1
- ἀπωλία, δουλία, λατρία, πλινθία, συγγενία, ὑγία, φαρμακία.: 1
- ἀπ;#8217; ἐχθὲς καὶ τρίτην: 1
- ἀργυρικός : 1
- ἀσθενῆ παρὰ τοὺς συντρεφομένους ὑμῖν: 1
- ἀφέστακα: 1
- ἀφέω: 1
- ἀφίημι: 1
- ἀφίουσι: 1
- ἀφίουσιν: 1
- ἀφίω: 1 2 3
- ἀφίων: 1
- ἀφῆκαν: 1 2
- ἀφαίρεμα: 1
- ἀφαγνίζειν: 1
- ἀφανίζειν: 1
- ἀφανισμῷ ἀφανίζειν λήθῃ λαθεῖν: 1
- ἀφεῖς: 1 2
- ἀφελῶ: 1
- ἀφιέναι: 1
- ἀφορίζειν: 1
- ἁδρυνθέντος δὲ τοῦ παιδίου, εἰσήγαγεν αὐτό.: 1
- ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον: 1
- ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς Γαλιλαίους: 1
- ἁρπᾷ: 1
- ἁρπῶμαι: 1
- ἄγγια: 1
- ἄγγος ἓν ὀστράκινον.: 1
- ἄλλο ἤ.: 1
- ἄλλος: 1
- ἄν: 1 2 3 4 5 6 7
- ἄνάστεμα: 1
- ἄνθρωπος ἄνθρωπος : 1
- ἄνθρωπος, ὥσει χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ: 1
- ἄντῐκρυς: 1
- ἄντικρυς ἀνακλιθῆναι αὐτοῦ: 1
- ἄνωγα: 1
- ἄρκος: 1
- ἄρκου.: 1
- ἄρκτος: 1
- ἄρξῃ: 1
- ἄρχων εἵς, : 1
- ἄφεμα: 1
- ἄφρον: 1
- ἄφρων: 1
- ἄχρι: 1 2
- ἄχρι αἰῶνος: 1
- ἄχρι οὗ.: 1
- ἄχρις Ἄρνων: 1
- ἄχρις οὗ: 1
- ἅλων: 1 2
- ἅλως: 1 2
- ἅλως, ἅλω: 1
- ἅρμα Ἰσραὴλ καὶ ἱππεὺς αὐτοῦ: 1
- ἅτινά ἐστιν ἀλληγορούμενα: 1
- ἅωνος: 1
- Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἶς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γιγνώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν: 1
- Ἀισχίων : 1
- Ἀνάστα: 1
- Ἀντῑκρύ: 1
- Ἀποθάνωμεν οἱ πάντες ἐν τῇ ἁπλότητι ἡμῶν: 1
- Ἀράβισσα : 1
- Ἀρισταῖος: 1
- Ἁμβακούμ: 1
- Ἄλλα μέντοι δυνάμει γε δύνανται οἱ δυνάμενοι· οὐ γάρ που ἀδυναμίᾳ γε: 1
- Ἄνθρωπος ἄνθρωπος ὃ ἐὰν γένηται ἀκάθαρτος ἐπὶ ψυχῇ ἀνθρώπου, ἢ ἐν ὁδῷ μακρὰν ὑμῖν ἢ ἐν ταῖς γενεαῖς ὑμῶν, καὶ ποιήσει τὸ πάσχα Κυρίῳ.: 1
- ἐὰν ἔσπειραν: 1
- ἐὰν δὲ ἀκούσῃς . . . λεγόντων.: 1
- ἐὰν δὲ ἐρωτήσῃ . . . καὶ ἐρεῖς κτλ: 1
- ἐὰν δὲ πολεμήσομεν αὐτοὺς κατ’ εὐθύ, εἰ μὴ κραταιώσομεν ὑπὲρ αὐτούς: 1
- ἐὰν δὲ πολεμήσομεν αὐτοὺς κατ’ εὐθύ.: 1
- ἐὰν εἰσπορεύομαι.: 1
- ἐὰν κρατήσῃ ὑπὲρ ἐμὲ Σύρος: 1
- ἐὰν μὴ μετὰ χειρὸς κραταιᾶς: 1
- ἐὰν οἴδαμεν.: 1
- ἐὰν οὖν λάβητε . . . καὶ κατάξετε κτλ: 1
- ἐὰν πεινᾷ . . . ἐὰν διψᾷ: 1
- ἐὰν ποιήσητε οὕτως ταύτην: 1
- ἐὰν σὺ ἦσθα.: 1
- ἐὰν τις διψᾷ: 1
- ἐὰν . . . μετανοήσουσιν.: 1
- ἐάν: 1 2 3 4 5 6 7 8
- ἐβάσκανεν: 1
- ἐβόησεν μεγάλῃ (τῇ φωνῇ): 1
- ἐβαπτίσατο: 1
- ἐβαπτίσθη: 1
- ἐβασίλευσα τὸν Σαοὺλ εἰς βασιλέα.: 1
- ἐβασίλευσαν τὸνἈβειμέλεχ: 1
- ἐβδελύξατε τὴν ὀσμὴν ἡμῶν ἐναντίον Φαραώ.: 1
- ἐβουλεύετο . . . εἰ πέμποιέν τινας ἢ πάντες ἴοιεν.: 1
- ἐγέγραπτο . . . λέγων.: 1
- ἐγένετο: 1
- ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν.: 1
- ἐγένετο δὲ ὡς ἤκουσεν . . . καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ: 1
- ἐγένετο δὲ πρωὶ καὶ ἐταράχθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ: 1
- ἐγένετο εἰς δένδρον: 1
- ἐγένετο σκιάζουσα: 1
- ἐγένετο, ἐγενήθη: 1
- ἐγένοντο . . . ἐστηριγμέναι: 1
- ἐγὼ Κύριος ἐλάλησα, εἰ μὴ οὕτως ποιήσω: 1
- ἐγὼ δὲ ποῦ πορεύομαι ἔτι;: 1
- ἐγὼ κρίνω ἵνα πᾶν ἔθνος . . . διαμελισθήσεται.: 1
- ἐγγίζειν: 1
- ἐγγίων : 1
- ἐγγίων ὑπὲρ ἐμέ.: 1
- ἐγγύτατος : 1
- ἐγενήθη ῥῆμα Κυρίου . . . λέγων.: 1
- ἐγενήθη αὐτῇ εἰς υἱόν.: 1
- ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας: 1
- ἐγενήθημεν εὐφραινόμενοι: 1
- ἐγενόμην μεμαστιγωμένος: 1
- ἐγεννῶσαν: 1
- ἐγηγόρει: 1
- ἐγκατέλιπαν: 1
- ἐγλύκανας, ἐκκάθαρον, ἐξεκάθαρα, ἐπέχαρας, ἐπίφανον, ἐποίμανεν, ἐσήμανεν, σημάνῃ, ὑφᾶναι, ὕφανεν, ὑφάνῃς, ψάλατε: 1
- ἐγρήγορα: 1
- ἐγρηγόρουν: 1
- ἐγρηγορήθη: 1
- ἐγρηγορησε(ν): 1
- ἐδίδοσαν: 1 2
- ἐδίδου: 1
- ἐδίδουν: 1 2
- ἐδίδους: 1
- ἐδοκοῦσαν: 1
- ἐδολιοῦσαν: 1 2
- ἐζήτει πῶς εὐκαίρως αὐτὸν παραδῷ.: 1
- ἐθνῶν τεσσαρεσκαίδεκα: 1
- ἐκ πρωίθεν: 1
- ἐκ τῆς ἅλω: 1
- ἐκάθευδον, ἐκάθιζον, ἐκαθήμην.: 1
- ἐκάθισαν δὲ φαγεῖν ἄρτον: 1
- ἐκάθου: 1
- ἐκάκωσε τοὺς πατέρας ἡμῶν, τοῦ ποιεῖν ἔκθετα τὰ βρέφη αὐτῶν: 1
- ἐκέκραγεν: 1
- ἐκέκραγον: 1
- ἐκέκραξα: 1
- ἐκύκλωσεν: 1
- ἐκβάλλειν ἐκβολῇ παραδόσει παραδοθῆναι: 1
- ἐκβεβλήκει: 1
- ἐκδιδύσκειν: 1
- ἐκδικᾶται: 1
- ἐκδικεῖν ἐκ: 1
- ἐκεῖ: 1
- ἐκεῖθεν: 1
- ἐκζητήσω· τοῦ κατοικεῖν με κτλ: 1
- ἐκθερίσεις: 1
- ἐκθλίβειν ἐκθλιβῇ περιπίπτειν περιπτώματι: 1
- ἐκκόψαισαν: 1
- ἐκλέγειν ἐν: 1
- ἐκλέξασθε ἑαυτοῖς ἄνδρα.: 1
- ἐκλείποισαν: 1
- ἐκλείψει ἐκλείπειν πλημμελίᾳ πλημμελεῖν: 1
- ἐκλεγῆναι: 1
- ἐκλεξάμενος ἀπ’ αὐτῶν δώδεκα: 1
- ἐκρίθη τοῦ ἀποπλεῖν: 1
- ἐκρεριμμένην: 1
- ἐκτιναχθήσομαι: 1
- ἐκτριβῇ ἐκτριβῆναι προνομῇ προνομευθῆναι: 1
- ἐκχεῶ: 1
- ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου.: 1
- ἐκχεεῖ: 1
- ἐκχεεῖτε: 1
- ἐκχεοῦσι: 1
- ἐλάλησαν . . . λέγοντες: 1
- ἐλάσεις: 1
- ἐλαύνω: 1
- ἐλαμβάνοσαν: 1
- ἐλαϊκός, σιτικός, χαριστικός : 1
- ἐλεεῖν: 1
- ἐλθάτω: 1
- ἐλούσθης: 1
- ἐλπίζειν: 1
- ἐλπίζειν ἐπί: 1 2
- ἐλπίσω: 1
- ἐλπιῶ.: 1
- ἐμέμηκον: 1
- ἐμαστιγώθησαν . . . λέγοντες: 1
- ἐμβάλατε: 1
- ἐμεγαλύνθη δὲ ἡ μερὶς Βενιαμεὶν παρὰ τὰς μερίδας πάντων.: 1
- ἐν: 1 2 3 4 5 6 7
- ἐν ἀγαθῷ ἀγαθώτερος: 1
- ἐν ἀνθρώπου φωνῇ: 1
- ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται: 1
- ἐν ὥρᾳ).: 1
- ἐν ᾧ αὐτὸς ἐκάθητο ἐκεῖ.: 1
- ἐν ῥάβδῳ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς: 1
- ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ: 1
- ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ: 1
- ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ: 1
- ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ κτλ: 1
- ἐν δόσει γὰρ ἔδωκεν δόμα τοῖς ἱερεῦσιν.: 1
- ἐν δυνάμει βαρείᾳ.: 1
- ἐν μαχαίρᾳ ἀπολοῦνται: 1
- ἐν οἵς ἐγὼ παροικῶ ἐν τῇ γῇ αὐτῶν.: 1
- ἐν οἷς εἶμι ἐν αὐτοῖς: 1
- ἐν πᾶσῃ γῇ Αἰγύπτου: 1
- ἐν τῇ εὐθείᾳ: 1
- ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια: 1
- ἐν τῷ ἅλῳ: 1
- ἐν τῷ ἐξαγαγεῖν . . . καὶ λατρεύσετε.: 1
- ἐν τῷ Βάαλ μυῖαν θεὸνἈκκαρών: 1
- ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον νόμου: 1
- ἐν τῷ οἴκῳ Νασαρὰχ τὸν πάτραρχον αὐτοῦ: 1
- ἐν τῷ τόπῳ ᾧ ἤλειψάς μοι ἐκεῖ στήλην: 1
- ἐνέγκαισαν: 1
- ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ω—ν ἐπιάσατε νῦν: 1
- ἐνώπιον: 1
- ἐναντίον: 1
- ἐναντίον τοῦ παντὸς γένους Ἰσραήλ: 1
- ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται: 1
- ἐνδεδύκει: 1
- ἐνδεδύκειν: 1
- ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν: 1
- ἐνεδρεύειν ἐπί: 1
- ἐνεδρεύοντες ἵνα θανατώσουσιν αὐτήν.: 1
- ἐνεφράγη: 1
- ἐνιαυτὸν ἐξ ἐνιαὐτοῦ : 1
- ἐνιαυτὸν κατ’ ἐνιαυτόν : 1
- ἐνιαυτὸς ἐχόμενος ἐνιαυτοῦ: 1
- ἐνκάθηται, ἐνκρατεῖς, ἐνκρούσῃς, ἐνκρυφίας, ἐνποίῃ, ἐνχωρίῳ.: 1
- ἐννέα καὶ δέκα: 1
- ἐντίμως γὰρ τιμήσω σε: 1
- ἐντολὴ πρώτη ἐν ἐπαγγελίᾳ.: 1
- ἐντρέπεσθαι ἀπό: 1
- ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ: 1
- ἐξ ὧν οὐκ ὄψῃ αὐτὸν ἐκεῖθεν: 1
- ἐξέστη δὲ Ἰσαὰκ ἔκστασιν μεγάλην σφόδρα καὶ εἶπεν “Τίς οὖν ὁ θηρεύσας μοι θήραν;”: 1
- ἐξόδῳ ἐξέλθῃ: 1
- ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπείρειν: 1
- ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ: 1
- ἐξαλείψω τὸ ὄνομα αὐτῶν ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ: 1
- ἐξαλιφῆναι: 1
- ἐξαμαρτάνειν: 1
- ἐξείλατο: 1
- ἐξειλάμην: 1
- ἐξελεῖσθε: 1
- ἐξεπέσατε: 1
- ἐξεπαυνᾶν ἐξεραυνήσει πτώσει πίπτειν: 1
- ἐξερίφησαν: 1
- ἐξερίφησαν, ἔρανεν, ἐράπιζον, ἔριψεν.: 1
- ἐξεστακέναι: 1
- ἐξετάζειν: 1
- ἐξολεθρεῦσαι δὲ αὐτοὺς οὐκ ἐξωλέθρευσαν: 1
- ἐξουδενώσει ἐξουδενοῦν ταλαιπωρίᾳ ταλειπωρεῖν: 1
- ἐξυρήσατο: 1
- ἐπάνωθεν: 1
- ἐπάταξεν . . . πληγὴν μεγάλην: 1
- ἐπέβλεψα πρὸς σέ.: 1
- ἐπέστησεν . . . ἵνα κακώσωσιν: 1
- ἐπὶ δυοῖν διαφοραῖν.: 1
- ἐπὶ ξένης (χώρας: 1
- ἐπὶ τὸ δῶμα: 1
- ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον καθεύδων: 1
- ἐπὶ τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς.: 1
- ἐπὶ τοῖς δυσὶν εὐνούχοις αὐτοῦ. : 1
- ἐπί: 1 2 3
- ἐπίβα: 1
- ἐπίστῃ: 1
- ἐπίστασαι: 1
- ἐπί.: 1
- ἐπῳδός: 1
- ἐπ’ εὐθείας: 1
- ἐπ’ εὐθείας (ὁδοῦ): 1
- ἐπαείδων ἐπαοιδήν: 1
- ἐπαοιδός : 1
- ἐπαοιδός, ἔσθειν, ἐτάνυσαν : 1
- ἐπεί: 1
- ἐπείνας: 1
- ἐπεβεβήκει: 1
- ἐπεποίθησα: 1
- ἐπεσκέπησαν: 1
- ἐπηξονοῦσαν: 1
- ἐπηρώτα αὐτόν, Εἴ τι βλέπεις: 1
- ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες, Εἰ ἔξεστι τοῖς σάββασι θεραπεύειν: 1
- ἐπιθήσουσιν θυμίαμα ἐν ὀργῇ σου, διὰ παντὸς ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου.: 1
- ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα: 1
- ἐπιθυμίᾳ ἐπιθυμεῖν ταραχῇ ταράσσειν: 1
- ἐπιθυμίας . . . αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους: 1
- ἐπικαλεῖσθαι ἐν: 1
- ἐπισκοπῇ ἐπισκέπτεσθαι ὑπεροράσει ὑπεριδεῖν: 1
- ἐπισπᾶσαι, πλανᾶσαι, χρᾶσαι: 1
- ἐπιστεῖλαι . . . τοῦ ἀπέχεσθαι,: 1
- ἐπιστηρίζειν: 1
- ἐπιστηριχθήσομαι: 1
- ἐπιτιθοῦσαν: 1
- ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου: 1
- ἐποιοῦσαν: 1
- ἐπράθη: 1
- ἐπρονόμευσαν: 1
- ἐπρονομεύσαμεν: 1
- ἐπυνθάνετο τί εἴη τοῦτο: 1
- ἐραυνᾶν: 1
- ἐργᾶται: 1
- ἐργᾷ: 1
- ἐργῶνται: 1
- ἐργασίᾳ καὶ ἐργασίᾳ : 1
- ἐρευνᾶν: 1
- ἐρρέθη . . . λέγων.: 1
- ἐρρίφη: 1
- ἐρρηγώς: 1
- ἐρρωγώς: 1
- ἐρωτῶντες εἰ λῃσταί εἰσιν.: 1
- ἐσήμανα: 1
- ἐσήμανεν: 1
- ἐσόμεθα ὑμῖν εἰς δούλους.: 1
- ἐσώτερον τῆς κολυμβήθρας: 1
- ἐσθίειν: 1
- ἐσθίειν ἀπό: 1
- ἐσμὲν εὐηγγελισμένοι: 1
- ἐσμὲν . . . καπηλεύοντες: 1
- ἐστὶ καρποφορούμενον καὶ αὐξανόμενον: 1
- ἐστὶ πεποιηκώς: 1
- ἐστὶ προσαναπληροῦσα: 1
- ἐστὶν ῥέουσα: 1
- ἐστὶν φοβούμενος: 1
- ἐστερέωσαν . . . ὑπὲρ πέτραν: 1
- ἐστι . . . ἔχοντα: 1
- ἐστιν . . . καθήμενος: 1
- ἐτάχυνεν τοῦ ποιῆσαι αὐτό.: 1
- ἐτίθει: 1
- ἐτίθεις: 1
- ἐτίθην: 1
- ἐταπεινοῦσαν: 1
- ἐτρίψει ἐκτριβῆναι προσοχθίσματι προσοχθίζειν: 1
- ἐφάγαμεν: 1
- ἐφόρεσαν: 1
- ἐφ’ ἧς οὐκ ἔσται ἐκεῖ.: 1
- ἐφ’ οἷς ὁ οἶκος στήκει ἐπ’ αὐτούς: 1
- ἐφ’ οὓ ἐπικέκληται τὸν ὄνομά μου ἐπ’ αὐτούς: 1
- ἐφαίνοσαν: 1
- ἐφιστήκει: 1
- ἐφορέσαμεν . . . . . φορέσομεν: 1
- ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα: 1
- ἐχόμενα πέτρας: 1
- ἐχεεῖς: 1
- ἐχθὲς καὶ τρίτην : 1
- ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν : 1
- ἐχθὲς καὶ τρίτης : 1
- ἐχθὲς-καὶ-τρίτην: 1
- ἑόρακας: 1
- ἑώρων . . . λέγοντες: 1
- ἑαυτόν = σεαυτόν: 1
- ἑκκαίδεκα, ἓξ καὶ δέκα: 1
- ἑλῶ,: 1
- ἑλιγήσεται: 1
- ἑνὸς ἀετοῦ, : 1
- ἑπτὰ ἑπτά : 1
- ἑπτὰ καὶ δέκα: 1
- ἑστάκαμεν: 1
- ἑστάναι ἐπὶ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ: 1
- ἑστήκατε: 1
- ἑστώς εἰμι: 1
- ἔαρ.: 1
- ἔβαλαν: 1
- ἔβαν: 1
- ἔβησαν: 1
- ἔγγιστος : 1
- ἔγραψαν ἐπιστολὴν μίαν: 1
- ἔδραμον εἰς τὴν σκηνὴν . . . καὶ ταῦτα ἦν ἐνκεκρυμμένα εἰς τὴν σκηνήν.: 1
- ἔδωκαν: 1 2
- ἔθετο ἐν φυλακῇ: 1
- ἔθηκαν: 1
- ἔθου: 1
- ἔκρυψα ἀπὸ τῶν προφητῶν Κυρίου ἑκατὸν ἄνδρας: 1
- ἔλαβαν: 1
- ἔλεγον δὲ καὶ τῶν δορυφόρων τινες ὡς . . . ἵνα μὴ ψαύσειέν τι τοῦ σώματος αὐτῆς, ἑαύτην ἔρριψεν κατὰ τῆς πυρᾶς.: 1
- ἔλθατε: 1
- ἔλθοισαν: 1
- ἔμβα: 1
- ἔμεινεν ἐπ’ αὐτόν.: 1
- ἔναντι: 1
- ἔνδοξος ὑπὲρ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ: 1
- ἔνεδρον: 1
- ἔπεσα: 1 2 3
- ἔπεσαν: 1
- ἔπεσας: 1
- ἔσῃ εὑρισκόμενος, : 1
- ἔσῃ πεποιθώς: 1
- ἔσῃ τετελεκώς: 1
- ἔσῃ τρέμων: 1
- ἔσῃ . . . ἀδικούμενος: 1
- ἔσῃ . . . φορῶν: 1
- ἔσβα: 1
- ἔσει: 1
- ἔσεσθέ μοι εἰς υἱούς καὶ θυγατέρας: 1
- ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι: 1
- ἔσεσθε . . . λαλοῦντες: 1
- ἔσθειν: 1
- ἔσομαι ἄρχουσα: 1
- ἔσομαι ἑωρακώς . . . ἀκηκοώς: 1
- ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν.: 1
- ἔσομαι πεποιθώς: 1
- ἔσομαι στένων καὶ τρέμων: 1
- ἔσονται ἀπολλύμενοι: 1
- ἔσονται ἐπικρεμάμενοι: 1
- ἔσονται δόξαν δόντες: 1
- ἔσονται εἰς ἓ πνεῦμα, εἰς ἓν σῶμα: 1
- ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν: 1
- ἔσονται πεποιθότες: 1
- ἔσονται . . . προσάγοντες: 1
- ἔσται: 1 2
- ἔσται ἐκεῖ ἰχθὺς πολὺς σφόδρα: 1
- ἔσται ὑμῖν διατετηρημένον: 1
- ἔσται μοι εἰς κῆπον λαχάνων: 1
- ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθείας: 1
- ἔσται . . . πάροικον: 1
- ἔσται . . . πεφυλαγμένα: 1
- ἔσται . . . προεγγίζων: 1
- ἔστιν γὰρ εὐλογημένος: 1
- ἔστιν μισητὸς ἀπὸ πολλῆς λαλιᾶς.: 1
- ἔστω: 1
- ἔστω ἀκούων: 1
- ἔστων: 1
- ἔστωσαν: 1
- ἔστωσαν εἰς σημεῖα: 1
- ἔστωσαν προσκυνοῦντες: 1
- ἔσφαλεν: 1
- ἔυστρον: 1
- ἔφη : 1
- ἔφησεν ἀκηκοέναι θεοπόμπου: 1
- ἔφυγαν: 1
- ἔχρισέ σε ὁ Θεός . . . παρὰ τοὺς μετόχους σου.: 1
- ἔ-δο-σαν, ἐ-τί-θε-σαν, ἐ-λε-λύκ-ε-σαν: 1
- ἔ-λυσ-α-ν, ἔ-λαβ-ο-ν, ἐλάμβαν-ο-ν,: 1
- ἕνα ἄγγελον.: 1
- ἕστακα: 1
- ἕσταμαι: 1
- ἕστηκα: 1
- ἕτερος: 1
- ἕψεμα : 1
- ἕως: 1
- ἕως ὅτου: 1
- ἕως γήρους.: 1
- ἕως τῆς σήμερον (ἡμέρας): 1
- Ἐγώ εἰμι Κύριος . . . ὅστις ἐξήγαγόν σε: 1
- Ἐγγύτερος : 1
- Ἐδίδουν: 1
- Ἐθήκαμεν: 1
- Ἐλεάζαρος) ἔφθη λαβεῖν τὴν ἀναγραφὴν, ἀλλ’ αὐτὰ μόνα τὰ τοῦ νόμου παρέδοσαν οἱ πεμφθέντες ἐπὶ τὴν ἐξήγησιν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν.: 1
- Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον.: 1
- Ἐπρέσβευσε δὲ καὶ πρὸς Πτολεμαῖον : 1
- Ἔπεμψέ μεἈριαῖος καιἊρτάοζος.: 1
- Ἔστιν ἔθνος Ἰουδαίων λεγόμενον, οἱ πόλιν ὀχυρὰν καὶ μεγάλην ἔχοντες Ἰεροσόλυμα, ταύτην ὑπερεῖδον ὑπὸ Πτολεμαίῳ γενομένην, ὅπλα λαβεῖν οὐ θελήσαντες, ἀλλὰ διὰ τὴν ἄκαιρον δεσιδαιμονίαν χαλεπὸν ὑπέμειναν ἔχειν δεσπότην.: 1
- ἠγάπησας πάντα τὰ ῥήματα καταποντίσμου, γλῶσσαν δολίαν.: 1
- ἠγγέλην: 1
- ἠκαταστάτησαν: 1
- ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους: 1
- ἠλπικότες ἐσμέν: 1
- ἠνέῳξε: 1
- ἠνεῳγμένα: 1
- ἠνεῳγμένον: 1
- ἠνεῳγμένους: 1
- ἠνεῴχθησαν: 1
- ἠνεχύρασαν: 1
- ἠνοίγετο: 1
- ἠνοίγη: 1
- ἠνοίχθη: 1
- ἠνοίχθησαν: 1
- ἠνοιγμένα: 1
- ἠνομοῦσαν: 1
- ἠνωχλήθην: 1
- ἠφίειν: 1
- ἠφανίσθη ἀπὸ Βενιαμεὶν γυνή.: 1
- ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπηκάς με: 1
- ἡ ἀκοὴ ἣν ἐγὼ ἀκούω: 1
- ἡ ἀστραπὴ ἀστράπτουσα ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν ὑπ’ οὐρανόν λάμπει: 1
- ἡ ἐπίσκεψις ἣν ἐπεσκέψαντο: 1
- ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθὲς ἥτις διῆλθεν: 1
- ἡ ὑπ’ οὐρανόν: 1
- ἡ γῆ ἐφ’ ἧς σὺ καθεύδεις ἐπ’ αὐτῆς.: 1
- ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ὑπὲρ τὸ πρότερον ἑπταπλασίως: 1
- ἡ κλίνη ἐφ’ ἧς ἀνέβης ἐκεῖ.: 1
- ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται: 1
- ἡ μακροθυμία γλυκυτάτη ἐστὶν ὑπὲρ τὸ μέλι.: 1
- ἡ πᾶσα πόλις: 1
- ἡ παῖς, ἐγείρου: 1
- ἡγιασμένοι ἐσμέν: 1
- ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ.: 1
- ἡμίσεια : 1
- ἡμαρτηκὼς ἔσομαι: 1
- ἡμεῖς δώσομέν σοι ἀνὴρ χιλίους καὶ ἑκατὸν ἀργυρίου: 1
- ἡνίκα ἐάν: 1
- ἡνίκα δ’ ἂν ἀνέβη ἀπὸ τῆς σκηνῆς ἡ νεφέλη.: 1
- ἡνίκα δ’ ἂν εἰσεπορεύετο Μωσῆς: 1
- ἡτοιμασμένη ἦν: 1
- ἤ: 1
- ἤκουσεν . . . λέγων: 1
- ἤλθαμεν: 1
- ἤλθατε: 1
- ἤμεθα: 1
- ἤμεθα ἀπειθοῦντες: 1
- ἤμην: 1
- ἤμην κατανενυγμένος: 1
- ἤμην πενθῶν: 1
- ἤμην πεπτωκώς: 1
- ἤμην προσευχόμενος: 1
- ἤνοιγον: 1
- ἤνοιξα: 1 2
- ἤνοιξε: 1
- ἤνυστρον. : 1
- ἤρετο γὰρ δή, εἴ τις ἐμοῦ εἴη σοφώτερος.: 1
- ἤρξατο τοῦ οἰκοδομεῖν.: 1
- ἤτω: 1
- ἤφιε(ν): 1
- ἥ ἐστιν ἀγαθή σοι ὑπὲρ ἑπτὰ υἱούς: 1
- ἥκαμεν: 1
- ἥκασι: 1
- ἥκασι(ν): 1
- ἥκατε: 1
- ἥκειν: 1
- ἥμισυ: 1
- ἥμισυ ἀρχόντων: 1
- ἥμισυς: 1 2
- ἥμισυς, -υ: 1
- ἥτις τοιαύτη οὐ γέγονεν: 1
- ἥτις τοιαύτη οὐ γέγονεν καὶ τοιαύτη οὐκέτι προστεθήσεται: 1
- ἦ: 1
- ἦ μήν: 1
- ἦλθαν: 1 2
- ἦλθεν . . . ἐν γραφῇ . . . λέγων: 1
- ἦλθον: 1
- ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι: 1
- ἦμεν: 1
- ἦμεν πεποιθότες: 1
- ἦμεν . . . διατρίβοντες: 1
- ἦμος: 1
- ἦν: 1
- ἦν ἐνκεκρυμμένα: 1
- ἦν ἑστηκώς: 1
- ἦν αὐτοῖς εἰς ἄρχοντα: 1
- ἦν γινομένη.: 1
- ἦν διαπεπετακότα: 1
- ἦν κηρύσσων: 1
- ἦν πεποιθυῖα: 1
- ἦν ποιμαίνων: 1
- ἦν τρέμοντα: 1
- ἦν φοβούμενος: 1
- ἦν . . . ἀναιρούμενος: 1
- ἦν . . . ἀποφορτιζόμενον: 1
- ἦν . . . ἐξεστηκυῖα: 1
- ἦς: 1
- ἦσαν καταμένοντες: 1
- ἦσαν πεποιηκότες αὐτά.: 1
- ἦσαν συλλέγοντες: 1
- ἦσθα: 1
- ἦσθα οἰνοχοῶν: 1
- ἦτήσω . . . λέγοντες.: 1
- ἦ.: 1
- ἧκα: 1
- ἧκαν: 1
- ἧκε: 1
- ἧξα: 1
- ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον.: 1
- Ἠ φωνὴ φωνὴ Ἰακώβ, αἱ δὲ χεῖρες χεῖρες Ἠσαύ.: 1
- Ἠφίεις: 1
- Ἥκειν: 1
- ἰδέα: 1
- ἰδέαι: 1
- ἰδὼν δὲ Φαραώ . . . ἐβαρύνθη ἡ καρδία αὐτοῦ: 1
- ἰδὼν εἶδον: 1
- ἰδοὺ ἐγὼ ὕω ταύτην τὴν ὥραν αὔριον χάλαζαν: 1
- ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ λήμψεται: 1
- ἰσχῦόν ἐστι: 1
- ἰσχυροτέρα παρὰ πάντα.: 1
- ἱέναι: 1 2
- ἱλαρωτέραν παρὰ τὸ πρότερον: 1
- ἱστάναι: 1
- ἱστάνειν: 1
- ἱστάω: 1
- ἱστήκει: 1
- ἱστῶμεν: 1
- ἱστῶν: 1
- ἱστῶσιν: 1
- ἴδεν: 1
- ἴδες: 1
- ἴδιος: 1
- ἴδοισαν: 1
- ἴδον: 1
- ἴδοσαν: 1
- ἴσθι εὐνοῶν: 1
- ἴσθι πεποιθώς: 1
- ἴστε γινώσκοντες: 1
- ἵην, ἵεις, ἵει: 1
- ἵνα: 1 2 3 4 5
- ἵνα ἀφίουσι.: 1
- ἵνα ἔσται . . . καὶ . . . εἰσελθωσιν.: 1
- ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσουσιν.: 1
- ἵνα αὐτοὺς ζηλοῦτε: 1
- ἵνα γένηται . . . πρωτεύων: 1
- ἵνα μὴ ἡμῖν εἰς κρῖμα γένηται: 1
- ἵνα μὴ . . . φυσιοῦσθε.: 1
- ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ, καὶ ὑπόδικος γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ Θεῷ.: 1
- ἵνα . . . θήσω: 1
- ἵνα . . . κερδηθήσονται: 1
- ἵστημι: 1
- Ἴσθι μέντοι γε, ὦ βασιλεῦ, ὡς οὔτε γένει προσήκων αὐτοῖς, οὔτε ὁμόφυλος αὐτῶν ὢν ταῦτα περὶ αὐτῶν ἀξιῶ.: 1
- ὀ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός.: 1
- ὀδυνᾶσαι: 1
- ὀκτὼ καὶ δέκα: 1
- ὀλέσαισαν: 1
- ὀλέσω: 1
- ὀλεῖ: 1
- ὀλεῖται: 1
- ὀλοῦνται: 1
- ὀξύτεροι ὑπὲρ λύκους: 1
- ὀπίσω: 1
- ὀρυγῇ: 1
- ὀστέοις: 1
- ὁ: 1
- ὁ ἄνθρωπος ο§ν ἐὰν ἐκλέξωμαι αὐτόν,: 1
- ὁ ἄρχων τῆς ἡμίσους: 1
- ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ ἅπας: 1
- ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου πρόσχες μοι ἱνατί ἐγκατέλιπές με;: 1
- ὁ γὰρ Μωσῆς οὗτος . . . οὐκ οἴδαμεν τί ἐγένετο αὐτῷ.: 1
- ὁ δὲ μικρότερος . . . εἰς γῆν Χανάαν: 1
- ὁ εἰκοστὸς πρῶτος: 1
- ὁ ει–ς καὶ εἰκοστός: 1
- ὁ λέων καὶ ἡ ἄρκος: 1
- ὁ νικῶν, ποιήσω αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου: 1
- ὁ πᾶς ἀνθρώπινος βίος: 1
- ὁ πᾶς κίνδυνος: 1
- ὁ πᾶς χρόνος: 1
- ὁ πᾶς χρυσός: 1
- ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ: 1
- ὁ συνιῶν: 1
- ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμέ.: 1
- ὁ . . . πᾶς νόμος. Μτ. 8·34 πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν.: 1
- ὁπόταν καθεῖλεν.: 1
- ὁπότε ἐὰν εἰσεπορεύοντο: 1
- ὃ ἐὰν θέλῃ: 1
- ὃ ἐὰν πάθῃ: 1
- ὃ ἐάν: 1 2
- ὃ ἐξήμαρτεν τὸν Ἰσραήλ.: 1
- ὃ ὀ κύριος ὀνομάσει αὐτό.: 1
- ὃ δὲ μὴ προσέσχεν τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ῥῆμα κυρίου κτλ.: 1
- ὃ καὶ ἐσπούδασα αὐτὸ τοῦτο ποιησαι: 1
- ὃ μὲν κρίνει ἡμέραν παρ’ ἡμέραν: 1
- ὃ οὐκ ἐμμένει ἐν πᾶσι τοῖς γεγραμμένοις . . . τοῦ ποιῆσαι αὐτά.: 1
- ὃν ἔχρισαν αὐτόν: 1
- ὃν τρόπον ἐὰν φύγῃ ἄνθρωπος ἐκ προσώπου τοῦ λέοντος, καὶ ἐμπέσῃ αὐτῷ ἡ ἄρκος.: 1
- ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ: 1
- ὄντων: 1
- ὄψει: 1
- ὅ τι: 1
- ὅ τι ἐάν: 1
- ὅθεν ἐάν: 1
- ὅθεν ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐκεῖθεν: 1
- ὅποι: 1
- ὅπου ἐάν: 1
- ὅπου ἔχει ἐκεῖ τόπον: 1
- ὅπου ἡ γυνὴ κάθηται ἐπ’ αὐτῶν (= ἐκεῖ).: 1
- ὅπου τρέφεται ἐκεῖ,: 1
- ὅπου = ὅποι: 1
- ὅπως μὴ ἐγώ... ἅμα ἑαυτόν τε καὶ ὑμᾶς ἐξαπατήσας: 1
- ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ: 1
- ὅς: 1 2
- ὅσα ἐάν: 1
- ὅσα ἐάν σοι δείξω: 1
- ὅσοι [ἐὰν] ἐν ταῖς ἐντολαῖς μου ταύταις πορευθῶσιν: 1
- ὅστις: 1 2 3
- ὅστις ὅρασιν θεοῦ εἶδεν, ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ: 1
- ὅταν: 1 2
- ὅταν ἐλάλουν αὐτοῖς.: 1
- ὅταν ἐπάτασσεν: 1
- ὅταν ἐπῆρεν Μωυσῆς τὰς χείρας.: 1
- ὅταν ἔδακνεν ὄφις ἄνθρωπον.: 1
- ὅταν ἤνοιξε: 1
- ὅταν ἤρχετο ὁ λέων καὶ ἡ ἄρκος.: 1
- ὅταν ὀψὲ ἐγένετο: 1
- ὅταν ὁ ἥλιος ἐπικεκαύκει, ξηραὶ ἐγένοντο,: 1
- ὅταν βλέπετε: 1
- ὅταν γὰρ μηδεμία ἔρις ἐνήρεισται ἐν ὑμῖν.: 1
- ὅταν δὲ ἀκουτὸν γένηται: 1
- ὅταν εἰσήρχετο: 1
- ὅταν μαιοῦσθε τὰς Ἑβραίας καὶ ὦσιν πρὸς τῷ τίκτειν: 1
- ὅταν . . . ἐτέθησαν: 1
- ὅταν . . . καταργήσει: 1
- ὅτε: 1
- ὅτε ἤμην ἐν τῇ χώρᾳ μου . . . νεωτέρυο μου ὄντος: 1
- ὅτι: 1 2 3 4 5 6
- ὅτι ἀλλ’ ἤ: 1 2 3
- ὅτι ἀλλ’ ἤ.: 1
- ὅτι ἐντολὴ τοῦ βασιλέως λέγων.: 1
- ὅτι εἰ μή: 1
- ὅτι εἰ μή.: 1
- ὅτι οὐκ ἦν πᾶς ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου ἀλλ’ ἢ ὅτι ἄνδρες θανάτου.: 1
- ὅτι ποιῶ ἐγὼ μετ’ αὐτῶν πονηρίαν: 1
- ὅτου μὲν οὖν ἂν ὁ δημιουργός . . . τὴν ἰδέαν καὶ δύναμιν αὐτοῦ ἀπεργάζηται: 1
- ὑβρίστρια: 1
- ὑγίεια. : 1
- ὑγεία : 1
- ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν,: 1
- ὑμεῖς ἐξελέξασθε Κυρίῳ λατρεύειν αὐτῷ -: 1
- ὑμεῖς ἐπονηρεύσασθε ὑπὲρ τοὺς πατέρας ὑμῶν.: 1
- ὑμεῖς γάρ ἐστε ὀλιγοστοὶ παρὰ πάντα τὰ ἔθνη.: 1
- ὑπὲρ μέλι γλυκύ.: 1
- ὑπὲρ ταύτης προσεύξεται πᾶς ὅσιος,: 1
- ὑπέρ: 1 2 3 4 5 6
- ὑπό: 1
- ὑπό,: 1
- ὑπεράνωθεν: 1
- ὑπεράνωθεν τοῦ στερεώματος.: 1
- ὑπερέχοντες αὐτούς εἰσιν: 1
- ὑπερασπιστὴς: 1
- ὑπερηφανεύεσθαι ἀπό: 1
- ὑπετάγησαν: 1
- ὑποδεδυκυῖαι ἦσαν . . . ὑποδεδύκεισαν.: 1
- ὑποκάτωθεν: 1
- ὑποχωρῶν γίνου,: 1
- ὑψεία : 1
- ὑψηλὸς ὑπὲρ πᾶσαν τὴν γῆν: 1
- ὑψωθήσεται ἢ Γὼγ βασιλεία.: 1
- ὕψωμα . . . γαυρίαμα . . . καύχημα : 1
- ὡς: 1
- ὡς ἀκρίς: 1
- ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου Εἰ ἐλεύσονται εἰς τὴν κατάπουσίν μου: 1
- ὡς . . . πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν: 1
- ὡσεὶ ἀκρὶς εἰς πλῆθος: 1
- ὡσεὶ μία δορκὰς ἐν ἀγρῷ.: 1
- ὤφθη Ἰούδας . . . ἐν τρισχιλίοις ἀνδράσιν: 1
- ὥσπερ οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὐπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι οὕτω τὸ γραμματεῖον διδόασι: 1
- ὦ ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων: 1
- ὦ χρυσέαις ἐν οἰνοχόαις ἁβρὰ βαίνων: 1
- ὧν οὐχὶ ἀκούονται αἱ φωναὶ αὐτῶν: 1
- ὧν τάδε τὰ ἀλλὰ μεταλαμβάνοντα τὰς ἐπωνυμίας αὐτῶν ἴσχειν: 1
- ήσομαι: 1
- ίζειν: 1
- ᾖ πεποιηκώς.: 1
- ᾗ οὐκ ἐπεβλήθη ἐπ’ αὐτὴν ζυγός.: 1
- ᾧ ἐάν: 1
- ᾧ ἐστιν αὐτῷ.: 1
- ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ.: 1
- ῃ: 1
- ῥ: 1
- ῥάσσειν: 1
- ῥίπτω: 1
- ῥερίφθαι [ῥερῖφθαι]: 1
- ῥεριμμένος: 1
- ῥερυπωμένα: 1
- ῥιφήσεται: 1
- ῥομφαίαν ὀξεῖαν ὑπὲρ ξυρὸν κουρέως.: 1
- ‘ἵνα: 1
- Αἱ πᾶσαι: 1
- Αὐτὸς ἔφη : 1
- Βάλλας: 1
- Βανέας: 1
- Βαναίας: 1
- Βασαίας: 1
- Βασιλεύειν: 1
- Γίγνεσθαι: 1
- Γρηγόριος: 1
- Δέ: 1
- Εἰ ἀναβῶ ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους;: 1
- Εἰ ἀναβῶ εἰς μίαν τῶν πόλεων Ἰούδα: 1
- Εἰ προσθῶμεν ἔτι ἐξελθεῖν: 1
- Εἶναι: 1
- Εἷς: 1
- Ζέλφας: 1
- Ζῇ Κύριος . . . ὅτι εἰ μὴ πρόσωπον Ἰωσαφὰθ . . . ἐγὼ λαμβάνω, ει’: 1
- Ζῇ Κύριος . . . εἰ ἔσται . . . ὑετός· ὅτι εἰ μὴ διὰ στόματος λόγου μου.: 1
- Ζῇ Κύριος, ὅτι εἰ μὴ ἐλάλησας, διότι τότε ἐκ πρωίθεν ἀνέβη ὁ λαός.: 1
- Θ: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25
- Θεέ μου Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;: 1
- Θνησιμαῖος : 1
- Κύρε ὁ Θεός, ὁ παντοκράτωρ : 1
- Κύριε, ὁ Θεός μου: 1
- Κύριε, ὁ μάρτυς τῆς χήρας,: 1
- Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ κτλ: 1
- Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σωζόμενοι: 1
- Καὶ τοῦτόν τε παρεληλύθεσαν οἱ Ἕλληνες, καὶ ἕτερον ὁρῶσιν ἔμπροσθεν λόφον κατεχόμενον: 1
- Κιχρᾶν: 1
- Κυρίῳ : 1
- Λήδας, Ἀνδρομέδας, Κομπλέγας: 1
- Λαός: 1
- Λεώς: 1
- Μηνίειν : 1
- Ο: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16
- Οἵτινες = οἵ: 1
- Οὐ μοιχεύσεις, Οὐ κλέψεις κτλ. : 1
- Οὐκ εἶπα πρὸς σέ Οὐ προφητεύει οὗτός μοι καλά, διότι ἀλλ’ ἢ κακά;: 1
- Οὐχί, ἀλλ’ ἢ ὅτι βασιλέα στήσεις ἐφ’ ἡμῶν: 1
- Οὐχί, ἀλλ’ ἢ ὅτι βασιλεὺς βασιλεύσει ἐφ’ ἡμῶν.: 1
- Πιέζειν: 1
- Ποῖ: 1
- Ποῦ προεύῃ, καὶ πόθεν ἔρχῃ;: 1
- Σκνίψ: 1
- Σουσάννας: 1
- Τὰ πάντα: 1
- Τὰ πάντα : 1
- Τάδε λαλήσεις τῷ λαῷ τούτῳ τοῖς λαλήσασι πρὸς σὲ λέγοντες κτλ.: 1
- Τί τοῦτο ἐποιήσαμεν τοῦ ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ τοῦ μὴ δουλεύειν ἡμῖν (= ὡστε μὴ δουλεύειν): 1
- Τίς ἡ παραβολὴ ὑμῖν . . . λέγοντες: 1
- Φανερὸν ὅτι κατηκολούθησεν ὁ Πλάτων τῇ καθ ᾽ ἡμᾶς νομοθεσίᾳ, καὶ φανερός ἐστι περιειργασμένος ἕκαστα τῶν ἐν αὐτῇ. Διερμήνευται γὰρ πρὸ Δημητρίου τοῦ Φαληρέως δι ᾿ ἑτέρων πρὸ τῆς Ἀλεξάνδρου καὶ Περσῶν ἐπικρατήσεως κτλ. . . . Γέγονε γὰρ πολυμαθὴς, καθὼς καὶ Πυθαγόρας πολλὰ τῶν παρ ᾽ ἡμῖν μετενέγκας εἰς τὴν ἑαυτοῦ δογματοποιΐαν κατεχώρισεν. : 1
- α: 1 2 3 4 5 6 7 8
- ᾱ: 1 2 3 4 5
- ᾰ: 1 2 3
- αἰθάλη: 1
- αἰνέσαισαν: 1
- αἰνέω, καλέω, τελέω: 1
- αἰσχρότερος : 1
- αἰσχυντηρός : 1
- αἰχμαλωτίζειν: 1
- αἰ,: 1
- αἱ γυναῖκες, ὑποτάσσεσθε: 1
- αἱ πέτραι διεθρύβησαν ἀπ’ αὐτοῦ: 1
- αἱρετίζειν: 1
- αἱρετίζειν ἐν: 1
- αἱρετός: 1
- αἴθαλος: 1
- αὐθωρί: 1
- αὐτὸς ἀνήνεγκεν ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ: 1
- αὐτὸς μὲν φεύγων ἐκφεύγει: 1
- αὐτόν: 1
- αὐτός: 1 2 3
- αὐτός : 1
- αὐτῆς ἐπιβεβηκυίης ἐπὶ τὴν ὄνον: 1
- αὐτῇ τῇ ὥρᾳ: 1
- αὕτη ἐγενήθη μοι: 1
- αὕτη με παρεκάλεσεν: 1
- β: 1 2
- βασίλεια: 1 2
- βασίλευσον αὐτοῖς βασιλέα: 1
- βασίλισσα: 1
- βδελύγματι βδελύσσειν λίθοις λιθοβολεῖν: 1
- βδελύσσειν: 1
- βδελύσσεσθαι: 1
- βδελύσσεσθαι ἀπό: 1
- βεβάρηται ἡ καρδία Φαραὼ τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν.: 1
- βεβαπτισμένοι ὑπήρχον: 1
- βεβρώκει: 1
- βιαζομένων δὲ καὶ ἀντιτεινόντων ἀλλήλοις . . . ὡμολόγησαν: 1
- βιβάζειν: 1
- βιβῶ, ἐξετῶ: 1
- βούλει, οἴει, ὄψει: 1
- βοᾶν ἐν: 1
- βοῦς: 1
- βρώσει φαγῇ: 1
- βραχήσεται (Βρέχω: 1
- γ: 1
- γέγωνα: 1
- γένεσθε εἰς ἄνδρας.: 1
- γήρει: 1
- γήρους: 1
- γήρους, γήρει: 1
- γήρως: 1
- γήρως, γήρᾳ,: 1
- γίνου γρηγορῶν: 1
- γᾶς: 1 2
- γῆ: 1 2
- γῆν ἐφ’ ἣν οὐκ ἐκοπιάσατε ἐπ’ αὐτῆς: 1
- γῆρας: 1
- γῆς): 1
- γαίαις: 1
- γαῖς: 1
- γαιῶν: 1
- γαιῶν, γαίαις: 1
- γεγωνεῖν: 1
- γενέσθαι: 1
- γενέτις: 1
- γενομένων δὲ ἡμῶν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀσμένως ἀπεδέξαντο ἡμᾶς οἱ ἀδελφοί.: 1
- γραφήσονται: 1
- γρηγόρησις: 1
- γρηγορήσατε: 1
- γρηγορήσω: 1
- γρηγορῶμεν: 1
- γρηγορῶ.: 1
- γρηγορεῖν: 1 2
- γρηγορεῖτε: 1
- γρηγορούντων: 1
- γυνὴ μία.: 1
- δάνιον δανείζειν, διαθέσθαι διαθήκην, διηγεῖσθαι διήγηα, ἐνύπνιον ἐνυπνιάζεσθαι, ἐπιθυμεῖν ἐπιθυμίαν, θύειν θυσίαν, νηστεύειν νηστείαν, ὁρισμὸν ὁρίζεσθαι, πλημμελεῖν πλημμέλησιν : 1
- δέ: 1
- δέκα ἑπτά: 1
- δέκα ἕξ: 1
- δέκα ὀκτώ: 1
- δέκα δύο: 1
- δέκα πέντε: 1
- δέκα τέσσαρες: 1 2
- δέκα τρεῖς: 1
- δέ,: 1 2
- δέ.: 1
- δίδου: 1
- δίδως: 1
- δίδωσι: 1
- δίκῃ ἐκδικεῖν ὅρκῳ ὁρκίζειν: 1
- δίνη: 1
- δί-δο-σαι, λέ-λυ-σαι: 1
- δόμα δεδομένον: 1
- δύνᾳ: 1
- δύνῃ: 1 2
- δύνασαι: 1 2
- δύο: 1 2
- δύο δύο : 1
- δώδεκα: 1
- δώσω αὐτὸν ἐνώπιόν σου δοτόν: 1
- δῴη: 1 2 3
- δῴης: 1
- δῶ: 1
- δῶσι: 1
- δῶτε: 1
- δῷ: 1
- δῷς: 1
- δαρήσεται πολλάς . . . ὀλίγας (πληγάς).: 1
- δεῖ ἡμᾶς ἐρέσθαι ἑαὐτούς: 1
- δεδώκει: 1 2
- δεδώκειν: 1
- δεδώκεισαν: 1
- δεδομένοι δόμα: 1
- δεσμῷ δεῖν λύτροις λυτροῦν: 1
- διὰ ζῆλον: 1
- διάλεκτος: 1
- διάφορον περισσῶς παρὰ πάντα τὰ θήρια.: 1
- διήνοιξε: 1
- διότι: 1
- διαγγελήσονται: 1
- διακόσιοι ἄνδρες οἵτινες ἐκάθισαν πέραν τοῦ χειμάρρου: 1
- διαλύσει διαλύειν μνείᾳ μνησθῆναι: 1
- διαμαρτυρίᾳ διαμαρτυρεῖν οἰωνισμῷ οἰωνίζεσθαι: 1
- διασκεδάσω: 1
- διαφθείρειν φθορᾷ ὀργίζεσθαι ὀργῇ: 1
- διδόναι: 1
- διδόω: 1
- διδοῖ: 1
- διδοῖ,: 1
- διείλαντο: 1
- διεβοήθη ἡ φωνὴ . . . λέγοντες: 1
- διεθρύβησαν: 1
- διεσώζοντο, ἵνα μὴ . . . γένωνται: 1
- διετηρήθης ἵνα ἐνδείξωμαι.: 1
- διηνοιγμένους: 1
- διχοτόμημα: 1
- διψᾶν: 1
- διψᾷ: 1
- δοίη: 1
- δοῦναι δόμα: 1
- δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον ὀστᾶ αὐτοῦ: 1
- δυεῖν: 1
- δυνατώτεροι εἰσιν ὑπὲρ αὐτόν.: 1
- δυοῖν: 1
- δυσί(ν): 1
- ε: 1 2 3 4
- εἰ: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19
- εἰ : 1 2
- εἰ ἔμμισθος ᾖ.: 1
- εἰ ᾖ ἄνθρωπος: 1
- εἰ καὶ καταλάβω.: 1
- εἰ καὶ συμβῇ.: 1
- εἰ κακά μοι συμβῇ: 1
- εἰ καταβῶ ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων: 1
- εἰ μὲν ἀφεῖς . . . ἄφες: 1
- εἰ μὴ ἠροτριάσατε ἐν τῇ δαμάλει μου: 1
- εἰ μὴ πεποιθὼς ὕπαρχοι: 1
- εἰ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε: 1
- εἰ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε, καὶ πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου: 1
- εἰ μή: 1 2
- εἰ μήν: 1 2
- εἰ μή,: 1
- εἰ μή.: 1
- εἰ πολεμῶσιν: 1
- εἰ τύχοι: 1
- εἰ - εἰ ἐπιστρέφετέ με ὑμεῖς παρατάξασθαι ἐν υἱοῖς Ἀμμὼν καὶ παραδῷ Κύριος αὐτοὺς ἐνώπιον ἐμοῦ: 1
- εἰ . . . ἀσθενήσῃ: 1
- εἰδέαι: 1
- εἰπάτω: 1 2
- εἰπόν: 1
- εἰς: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11
- εἰς ἃς διεσκόρπισας αὐτοὺς ἐκεῖ.: 1
- εἰς ἣν εἰσῆλθεν ἐκεῖ.: 1
- εἰς δοῦλον ἐπράθη Ἰωσήφ.: 1
- εἰς η§ν εἰσπορεύῃ εἰς αὐτήν: 1
- εἰς κρίμα καὶ εἰς σημείωσιν . . . γίνονται: 1
- εἰς οἶκον: 1
- εἰς τὴν ὑψηλήν (χώραν): 1
- εἰς τί . . . ἐγενήθη αὕτη;: 1
- εἰς χεῖρας βασιλέως: 1
- εἰσήλθαμεν: 1
- εἰσὶ γεγονότες: 1
- εἰσὶν . . . ἑστῶτες καὶ διδάσκοντες: 1
- εἰσακουσθεὶς ἀπὸ τῆς εὐλαβείας: 1
- εἰσελθάτωσαν: 1
- εἰ,: 1 2 3
- εἴ πως καταντήσω εἰς τὴν ἐζανάστασιν: 1
- εἴ πως παραζηλώσω.: 1
- εἴ τί που ἄλσος . . . ἀνειμένον ᾖ.: 1
- εἴ τις προσθῇ: 1
- εἴδαμεν: 1
- εἴδοσαν: 1
- εἴπαιμεν: 1
- εἴπαμεν: 1
- εἴπας: 1
- εἴπατε: 1 2
- εἴπατον: 1
- εἴποισαν: 1
- εἴποσαν, ἐκρίνοσαν, ἐλάβοσαν, ἐπίοσαν, εὕροσαν, ἐφέροσαν: 1
- εἴσελθε . . . ἵνα τεκνοποιήσεις: 1
- εἴχετο τοῦ πλοός: 1
- εἵλατο: 1
- εἶ μήν: 1
- εἶδαν: 1
- εἶδαν . . . ἔφυγαν . . . εἰσῆλθαν . . . ἀνέστρεψαν: 1
- εἶδον: 1 2
- εἶναι: 1 2 3
- εἶναι εἰς ἡγούμενον: 1
- εἶναι . . . λειτουργοῦσαν: 1
- εἶπα: 1 2
- εἶπαν: 1
- εἶπαν ἀνὴρ Ἰούδα.: 1
- εἶπας: 1
- εἶπεν ἀφεῖναι, ἀφίουσιν.: 1
- εἶπεν . . . ὅτι ταύτην τὴν ὥραν κτλ.: 1
- εἶπεν . . . Σαμψών . . . ὅτι εἰ μὴν ἐκδικήσω ἐν ὑμῖν.: 1
- εἶπον: 1
- εἶπ-α, ἤνεγκ-α, ἔχε-α: 1
- εἷς: 1
- εἷς : 1 2
- εἷς ἀετός : 1
- εἷς ἀπὸ ἀδελφῶν μου: 1
- εἷς ἄγγελος: 1
- εἷς γραμματεύς, : 1
- εἷς εἷς : 1
- εὐαγγελίζειν: 1
- εὐδοκεῖν ἐν: 1
- εὐθής, εὐθές, : 1
- εὐθύς, εὐθεῖα, εὐθύ, : 1
- εὐθηνοῦν: 1
- εὐθηνοῦσαν: 1
- εὐλογήσαισαν: 1
- εὐλογηθήσεται Ἰσραὴλ λέγοντες: 1
- εὐλογοῦσαν: 1
- εὐσταθοῦσαν: 1
- εὕρεμα: 1
- εὕροισαν: 1
- εία: 1
- ει: 1 2
- ει–λα: 1
- ει–λον: 1 2
- ει’ μή: 1
- ει’ μήν: 1
- ζήσεις με. : 1
- ζῆλος, τό: 1
- ζῇ ἡ ψυχή σου, ἐγὼ ἡ γυνὴ κτλ.: 1
- ζῇ Κύριος . . . ὅτι σήμερον ὀφθήσομαι σοι: 1
- ζῇ Κύριος, ὅτι εὐθὴς σὺ καὶ ἀγαθὸς ἐν ὀφθαλμοῖς μου: 1
- ζῇ Κύριος, εἰ ἐζωογονήκειτε αὐτούς, οὐκ ἂν ἀπέκτεινα ὑμᾶς.: 1
- ζηλοῦτε: 1
- η: 1 2 3
- θέλειν ἐν: 1
- θέμα, ἔκθεμα, ἐπίθεμα, παράθεμα, πρόσθεμα, σύνθεμα. : 1
- θήραν: 1
- θᾶσσον προϊόντων . . . δρόμος ἐγένετο τοῖς στρατιώταις.: 1
- θανάτῳ ἀποκτενῶ.: 1
- θανάτῳ ὀλεθρευθήσεται: 1
- θανάτῳ τελευτᾶν: 1
- θαρσεῖτε, λαός μου.: 1
- θεέ.: 1
- θεός: 1
- θελήσει θέλειν φερνῇ φερνίζειν: 1
- θερίσει: 1
- θεωρῶν ἤμην.: 1
- θεωρεῖν ἐν: 1
- θηρεύσαισαν: 1
- ι: 1 2 3
- ιΗσχύει ὑπὲρ ἡμᾶς.: 1
- κάθεμα: 1
- κάθησο: 1
- κάθου: 1
- κάλυμμα ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῶν κεῖται.: 1
- κήαντες: 1
- κίχρημ: 1
- κύκλῳ: 1
- κύριος βασιλεύων τὸν αἰῶνα. : 1
- καὶ: 1
- καὶ ἀκηδιάσας ἐγὼ . . . ἐτάρασσόν με.: 1
- καὶ ἀνήγαγεν αὐτὴν (τὴν ἀκρίδα) ἐπὶ πᾶσαν γὴν Αἰγύπτου, καὶ κατέπαυσεν ἐπὶ πάντα τὰ ὅρια Αἰγύπτου πολλὴ σφόδρα.: 1
- καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῇ τὴν πᾶσαν καρδίαν αὐτοῦ . . . καὶ εἶδεν Δαλειδὰ ὅτι ἀπήγγειλεν αὐτῇ πᾶσαν τὴν καρδίαν αὐτοῦ: 1
- καὶ ἀναστὰς Φαραώ . . . καὶ ἐγενήθη κραυγή.: 1
- καὶ ἀργύριον ἕτερον ἠνέγκαμεν μεθ’ ἑαυτῶν.: 1
- καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε κτλ.: 1
- καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀκοῦσαι τὸν βασιλέα Ἑζεκίαν, ἔσχισεν τὰ ἱμάτια: 1
- καὶ ἐγένετο ὅταν ἔδακνεν ὄφις ἄνθρωπον, καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὸν ὄφιν τὸν χαλκοῦν, καὶ ἔζη: 1
- καὶ ἐγένετο ὡς ἐξήλθοσαν . . . αὕτη δὲ ἀνέβη: 1
- καὶ ἐγένετο ὣς ἤκουσεν βασιλεὺς Ἑζεκίας, καὶ διέρρηξεν τὰ ἱμάτια ἑαυτοῦ: 1
- καὶ ἐγένετο πᾶς ὁ βλέπων ἔλεγεν . . .: 1
- καὶ ἐγενήθη τῇ ἐπαύριον, ἔρχονται οἱ ἀλλόφυλοι: 1
- καὶ ἐκράτησεν ἕνα τῇ δεξίᾳ αὐτοῦ καὶ ἕνα τῇ ἀριστερᾷ αὐτοῦ: 1
- καὶ ἐμίσησα σὺν τὴν ζωήν.: 1
- καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ οἱ ἀλλόφυλοι κυριεύοντες ἐν Ἰσραήλ: 1
- καὶ ἐξάραντες: 1
- καὶ ἐξήμαρτεν αὐτοὺς ἁμαρτίαν μεγάλην.: 1
- καὶ ἐξῆλθον οἱ μαθηταί, καὶ ἦλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ εὗρεν καθὼς εἶπεν αὐτοῖς· καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα.: 1
- καὶ ἐξιλάσεται ὁ ἱερεύς.: 1
- καὶ ἐπεὶ συνετέλεσεν πᾶς ὁ λαὸς διαβαίνων τὸν Ἰορδάνην, καὶ εἶπεν Κύριος: 1
- καὶ ἔκλαυσεν πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας ἃς ἦν αὐτοῖς ὁ πότος.: 1
- καὶ ἔσται ἐὰν ἐγὼ ἀπέλθω ἀπὸ σοῦ, καὶ πνεῦμα Κυρίου ἀρεῖ σε εἰς τὴν γῆν ἣν οὐκ οἶδας: 1
- καὶ ἔσται ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτὸν μὴ ὂν τὸ παιδάριον μεθ’ ἡμῶν, τελευτήσει.: 1
- καὶ ἔστη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς αὔλαξιν τῶν ἀμπέλων, φραγμὸς ἐντεῦθεν καὶ φραγμὸς ἐντεῦθεν.: 1
- καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς μετὰ βίας: 1
- καὶ ἰδὼν Βαλάκ . . . καὶ ἐφοβήθη Μωάβ: 1
- καὶ ἰδὼν αὐτόν, τὸ πνεῦμα εὐθὺς συνεσπάραξεν αὐτόν.: 1
- καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος . . . καὶ ἐξέκλινεν: 1
- καὶ ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ’ αὐτοῦ: 1
- καὶ ὁ ἄνεμος ὁ νότος ἀνέλαβεν τὴν ἀκρίδα: 1
- καὶ ὁ ἄνθρωπος Μωυσῆς πραὺς σφόδρα παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους: 1
- καὶ ὁδόν τε οὔπω πολλὴν διηνύσθαι αὐτοῖς καὶ τὸν Μῆδον ἥκειν: 1
- καὶ ὅταν κατέβη ἡ δρόσος: 1
- καὶ ὡς οὐ μόνον . . . χρησίμους εἶναι.: 1
- καὶ Βαρὰκ διώκων: 1
- καὶ Λυσίμαχον.: 1
- καὶ Μανῶε καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ βλέποντες: 1
- καὶ γὰρ ἀσθενήσαντος αὐτοῦ οὐδέποτε ἀπέλειπε τὸν πάππον: 1
- καὶ δήσομεν αὐτὸν τοῦ ταπεινῶσαι αὐτόν.: 1
- καὶ δώσετέ μοι τὴν παῖδα ταύτην εἰς γυναῖκα: 1
- καὶ διαβεβαιοῦμαι πάντα ἄνθρωπον προσελθόντα τῇ θεωρίᾳ τῶν προειρημένων εἰς ἔκπληξιν ἥξειν καὶ θαυμασμὸν ἀδιήγητον, μετατραπέντα τῇ διανοίᾳ διὰ τὴν περὶ ἐκαστὴν ἁγίαν κατασκευήν.: 1
- καὶ εἰ μὴ ἐξέκλινεν, νῦν οὖν σὲ μὲν ἀπέκτεινα, ἐκείνην δὲ περιεποιησάμην: 1
- καὶ εἰσῆλθεν Ἐλιακεὶμ κτλ.: 1
- καὶ εἶδεν Γολιὰδ τὸν Δαυεὶδ καὶ ἠτίμασεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς ἦν παιδάριον καὶ αὐτὸς πυρράκης μετὰ κάλλους ὀφθαλμῶν.: 1
- καὶ εἶπεν Ἀγάγ Εἰ οὕτως πικρὸς ὁ θάνατος;: 1
- καὶ εἶπεν Ἐλιακεὶμ . . . καὶ Σόμνας καὶ Ἰώας: 1
- καὶ εἶπεν ἡ γυνή Εἰ σὺ εἶ Ἰωάβ;: 1
- καὶ εἶπενἈχαὰβ πρὸς Ἠλειού Εἰ εὕρηκάς με, ὁ ἐχθρός μου: 1
- καὶ κατέβη Σαμψὼν εἰς Θαμνάθα, καὶ εἶδεν γυναῖκα εἰς Θαμνάθα.: 1
- καὶ κατεστέναξαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῶν ἔργων: 1
- καὶ λήμψομαι ἐμαυτῷ ὑμᾶς λαὸν ἐμοί,: 1
- καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ἕν εἰσιν.: 1
- καὶ οὐ μὴ βδελύξητε τὰς ψυχὰς ὑμῶν: 1
- καὶ οὐ μὴ γνῷς ποίαν ὥραν ἥξω ἐπί σε: 1
- καὶ οὐκ ἐπιγνωσθήσεται ἡ εὐθηνία ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ λιμοῦ.: 1
- καὶ οὐκ εἰσήκουσεν ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ: 1
- καὶ οὐκ εἶδεν οὐδεὶς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ: 1
- καὶ πάντες εἰς τὸν Μωσῆν ἐβαπτίσαντο: 1
- καὶ πρὸς ἐπὶ τούτοις: 1
- καὶ προσέθετο ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπελθὼν ὑπέστη.: 1
- καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ὅταν αὐτὸν ἐθεώρει, προσέπιπτεν αὐτῷ,: 1
- καὶ τὰ σκῦλα τῶν πόλεων ἐπρονομεύσαμεν ἑαὐτοῖς.: 1
- καὶ τὴν ἄρκον ἔτυπτεν ὁ δοῦλός σου καὶ τὸν λέοντα.: 1
- καὶ τῆς Μανασσίτιδος ἡμίσεια.: 1
- καὶ τῆς κραυγῆς αὐτῶν ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν: 1
- καὶ τῇδε ἦν δίδυμα ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς: 1
- καὶ τῷ Σαλπαὰδ υἱῷ Ὄφερ οὐκ ἐγένοντο αὐτῷ υἱοί.: 1
- καὶ τοῦτο ἦν μάλιστα τάρασσονἈντίπατρον: 1
- καὶ,: 1
- καὶ.: 1
- καί: 1 2 3 4 5 6 7
- καί.: 1
- καθάρῃ: 1
- καθάρῃς: 1
- καθέστακα: 1
- καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον: 1
- καθήρειεν: 1
- καθίζειν: 1
- καθὸ ἐάν: 1
- καθὼς ἐάν: 1
- καθαιρέσει καθαίρειν φθορᾷ φθαρῆναι: 1
- καθαρίζειν: 1
- καθαρισμῷ καθαρίζειν χαίρειν χαρᾷ: 1
- καθεῖλαν: 1
- καθεστάκαμεν: 1
- καθημένου αὐτοῦ εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν: 1
- καθιστάνειν: 1
- καθιστᾷ. . . . . μεθιστᾷ: 1
- καθιστῶν: 1
- καλέσει: 1
- καλέσεις: 1
- καλέσετε: 1
- καλέσουσιν: 1
- καλέσω: 1
- καλεῖν: 1
- κατὰ τί ἔπταισεν ἡμᾶς κύριος σήμερον;: 1
- κατά: 1
- κατάβα: 1
- κατάλειμμα: 1
- κατά.: 1
- κατέεναντι: 1
- κατέφαγεν καταβρώσει: 1
- κατόπισθε(ν): 1
- κατῆλιψ: 1
- κατ’ ἐμαυτοῦ ὀμνύω, εἰ μὴ ἐξελεύσεται ἐκ τοῦ στόματός μου δικαιοσύνη: 1
- κατ’ ἐνιαυτὸν ἐνιαυτόν : 1
- καταβάτω: 1
- κατακαυχᾶσαι: 1
- καταφάγοισαν: 1
- καταφρονεῖν ἐπί: 1
- κατενώπιον: 1
- κατενοοῦσαν: 1
- κατεργάζεται ἡμῖν, μὴ σκοπούντων ἡμῶν: 1
- κατεργᾷ: 1
- καυχάεσαι = καυχάσαι: 1
- καυχᾶσαι: 1 2
- κεἴ τις ᾖ σοφός.: 1
- κεκατήρανται: 1
- κεκαταραμένος: 1
- κεκρίκει: 1
- κερατίζειν: 1
- κεχαρισμένος ἔσῃ: 1
- κε(ν),: 1
- κλίβανος : 1
- κλεψιμαῖος : 1
- κοιμᾶσαι: 1
- κοιμᾶται: 1
- κοιμᾷ: 1
- κοινή,: 1
- κομίζειν: 1
- κράζειν: 1
- κρίβανος. : 1
- κρύβηθι: 1
- κρείσσων . . . ὑπὲρ τοὺς πατέρας.: 1
- κτᾶσαι: 1
- κυκλόθεν: 1
- κυκλόθεν τοῦ θρόνου.: 1
- κυνόμυιαν . . . κυνομυίης: 1
- κυνομυίης, μαχαίρῃ, ἐπιβεβηκυίης: 1
- λέγων: 1
- λέγων Ὄτι ἔσομαι μετὰ σοῦ: 1
- λέγων Εἰ ἔτι ὁ πατὴρ ὑμῶν ζῆ; εἰ ἔστιν ὑμῖν ἀδελφός . . . μὴ ᾔδειμεν εἰ ἐρεῖ ἡμῖν κτλ.: 1
- λέ-λυ-σαι, δί-δο-σαι: 1
- λήμψομαι, λήψῃ, λήμψεσθε, ἐλήμφθη, καταλήμψῃ.: 1
- λόγῳ λέγειν: 1
- λύῃ: 1
- λύου. Κάθησο: 1
- λύσας δὲ εἷς τὸν μάρσιππον αὐτοῦ: 1
- λύχνος, τό: 1
- λαμβάνειν μ: 1
- λατρεύειν αὐτῷ: 1
- λείχω: 1
- λειτουργεῖν τὰς λειτουργίας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου: 1
- λογίζεσθαι εἰς: 1
- λυπηθήσῃ: 1
- λ, ρ, μ, ν: 1
- μ: 1 2
- μέγαν ἐπὶ τοῦ ἰδεῖν: 1
- μέγαν ἰδεῖν.: 1
- μέγας Κύριος παρὰ πάντας τοὺς θεούς: 1
- μέμηκα: 1
- μέν: 1 2
- μέχρι ὅτου: 1
- μέχρι ὑμῶν: 1
- μέχρι οὗ.: 1
- μέχρι ς: 1
- μέχρις αἵματος: 1
- μέχρις οὗ: 1
- μέχρις οὗ.: 1
- μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ παντὸς πτωχοῦ.: 1
- μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες: 1
- μὴ γίνου . . . συμβολοκοπῶν: 1
- μὴ μακρὰν γίνεσθε . . . καὶ ἔσεσθε πάντες ἕτοιμοι: 1
- μὴ μαχόμενος ἐμαχέσατο μετὰ Ἰσραὴλ ἢ πολεμῶν ἐπολέμησεν αὐτόν;: 1
- μὴ προσθῇς ἔτι . . . ἐξαπατῆσαι: 1
- μὴ προσθῇς ἔτι, Φαραώ, ἐξαπατῆσαι τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν: 1
- μὴ φάγῃς πᾶν ἀκάθαρτον: 1
- μή τινα ω—ν ἀπέσταλκα πρὸς ὑμᾶς, δι’ αὐτοῦ ἐπλεονέκτησα ὑμᾶς: 1
- μήν: 1
- μή.: 1
- μία ἡμέρα ἐγενήθη πρὸς δύο.: 1
- μία παιδίσκη, : 1
- μίαν ἦτησάμην . . . ταύτην ἐκζητήσω: 1
- μόλιβος : 1
- μόλιβος, χάλκειος, χείμαρρος, πολεμιστής: 1
- μόλυβδος.: 1
- μύστις: 1
- μᾶλλον: 1 2
- μαιμάσσειν: 1
- μείζονα παρὰ τὴν πρώτην: 1
- μεθιστάνει: 1
- μεθιστάνειν: 1
- μεθιστᾶν: 1
- μεθιστῶν . . . . . καθιστῶν: 1
- μεθιστῶσι: 1
- μελίζειν: 1
- μεμενήκεισαν: 1
- μεμεστωμένοι εἰσί.: 1
- μερίδα μεμερισμένην: 1
- μερίζειν: 1
- μετὰ δυνάμεως πολλῆς.: 1
- μετά: 1
- μετά.: 1
- μετ’ ἐμοῦ γὰρ φάγονται οἱ ἄνθρωποι ἄρτους τὴν μεσημβρίαν: 1
- μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε, : 1
- μηδείς: 1
- μηνιῶ: 1
- μηνιεῖ: 1
- μηνιεῖς: 1
- μι: 1 2 3 4
- μιᾷ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός.: 1
- μιᾷ . . . ἄλλῃ: 1
- μιαν-, ἐμίᾱνα, περαν-, ἐπέρᾱνα: 1
- μιερός, μιεροφαγία, μιεροφαγεῖν, μιεροφονία: 1
- μνήσθητί μου . . . καὶ ποιήσεις: 1
- μνηστευθείσης τῆς μητωὸς . . . εὐρέθη.: 1
- μπ: 1
- μυκτηρίζειν ἐν: 1
- ν: 1 2 3
- ν ἐφελκυστικόν: 1
- νὴ τὴν ὑγίαν Φαραώ, εἰ μὴν κατάσκοποί ἐστε.: 1
- νίκη: 1
- νίφα: 1
- νῖκος, τό: 1
- ναί, ὁ πατήρ.: 1
- ναός: 1
- νεώς: 1
- νεᾶνις: 1
- νοητῶς νόει, 27·23 γνωστῶς ἐπιγνώσῃ: 1
- ξυνιεῖς: 1
- ξυρήσωμαι: 1
- ο§ν ἀνέπεμψά σοι αὐτόν: 1
- οἰκοδομοῦσαν: 1 2
- οἰκτείρμων οἰκτειρήσει.: 1
- οἰωνίζειν: 1
- οἱ ἡμίσεις φυλῆς Μανασσή.: 1
- οἱ Ο´: 1
- οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν. : 1
- οἱ πάντες: 1 2
- οἱ πάντες ἄνδρες.: 1
- οἱ πάντες ἄνθρωποι.: 1
- οἱ πάντες βόες: 1
- οἱ πάντες οὗτοι: 1
- οἱ πόταμοι, εἰ καὶ πρόσω τῶν πηγῶν ἄποροι ὦσι.: 1
- οἱ συνιέντες: 1
- οἵας οὐκ εἶδον τοιαύτας: 1
- οἶκος Ἰσραήλ: 1
- οἶσθας: 1
- οἷον ἐπὶ μὲν τῶν ἄλλων οὐκ ἂν ἔχοι τις τὸ τοιοῦτο προενεγκεῖν: 1
- οἷς εἶπεν αὐτοῖς.: 1
- οἷ, : 1
- οὐ: 1 2
- οὐ γὰρ ἄλλα γράφομεν ὑμῖν, ἀλλ’ ἢ ἃ ἀναγινώσκετε.: 1
- οὐ γέγονεν τοιαύτη ἀκρίς. : 1
- οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν: 1
- οὐ λυπηθήσῃ τῇ καρδίᾳ σου διδόντος σου αὐτῷ.: 1
- οὐ μὴ γένῃ ἐπιθυμῶν.: 1
- οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὴν πᾶν κοινόν: 1
- οὐ μὴ κρύψω ἀφ’ ὑμῶν πᾶν ῥῆμα: 1
- οὐ μὴ παραδοθῇ Ἱερουσαλὴμ ἐν χειρὶ βασιλέως: 1
- οὐ μὴ προσθῇ Κύριος τοῦ ἐξολεθρεῦσαι.: 1
- οὐ μή: 1
- οὐ ποιήσετε ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον: 1
- οὐ ποιήσετε ὑμῖν ἑαὐτοῖς.: 1
- οὐ προσθήσω τοῦ ἐξᾶραι: 1
- οὐδὲ ἐγὼ ἤκουσα ἀλλὰ σήμερον.: 1
- οὐδὲ γὰρ πᾶσαν ἐκεῖνος: 1
- οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινόν.: 1
- οὐδ’ οὐ μὴ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν ἴδιον οἶκον: 1
- οὐδείς: 1
- οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τοῦ Θεοῦ πᾶν ῥῆμα: 1
- οὐκ ἀπολείψεται ἀ’ αὐτοῦ ἕως πρωί, καὶ ὀστοῦν συντρίψεται ἀπ’ αὐτοῦ: 1
- οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου: 1
- οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ: 1
- οὐκ ἔγνωσαν πᾶν ῥῆμα: 1
- οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον: 1
- οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου: 1
- οὐκ ἠδυνάσθην τοῦ βλέπειν: 1
- οὐκ ἦν ῥῆμα ἀπὸ πάντων ὧν ἐνετείλατο Μωυσῆς τῷ Ἰησοῖ ὃ οὐκ ἀνέγνω Ἰησοῦς.: 1
- οὐκ εἰς μακράν: 1
- οὐκ εἰσὶν ἐπιγινώσκοντες: 1
- οὐκ εἶ σὺ ἐσθίων ἄρτον: 1
- οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυον ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων: 1
- οὐκέτι προστεθήσεται διδόναι ἄχυρον τῷ λαῷ.: 1
- οὐρανέ, καὶ οἱ ἅγιοι.: 1
- οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἢ διαμερισμόν: 1
- οὓ ἐάν: 1
- οὓ ἐτελείωσεν τὰς χεῖρας αὐτῶν ἱερατεύειν.: 1
- οὔτε κατάρασις καταράσῃ μοι αὐτόν, οὔτε εὐλογῶν μὴ εὐλογήσῃς αὐτόν: 1
- οὗ: 1
- οὗ ἐὰν ἐπονομάσω τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ.: 1
- οὗ ἐὰν βαδίσῃς ἐκεῖ.: 1
- οὗ ἐάν: 1
- οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν: 1
- οὗ ἔστησεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ: 1
- οὗ ἡ πνοὴ αὐτοῦ ἐν ἡμῖν ἐστίν.: 1
- οὗ διέσπειρας αὐτοὺς ἐκεῖ.: 1
- οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ.: 1
- ον: 1
- οω: 1
- π: 1
- πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ: 1
- πάντα τὰ τέρατα ἃ ἔδωκα ἐν ταῖς χερσίν σου: 1
- πάντες . . . οὐκ ἀσθενήσουσιν: 1
- πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός.: 1
- πέντε καὶ δέκα: 1
- πέσατε: 1
- πίῃ: 1
- πίεαι: 1
- πίεσαι: 1 2 3
- πίεται ἀνὴρ τὴν ἄμπελον αὐτοῦ, καὶ ἀνὴρ τὴν συκῆν αὐτοῦ φάγεται: 1
- πί-ε-σαι: 1
- πόρια: 1
- πᾶν ἔργον οὐ ποιήσετε: 1
- πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν.: 1
- πᾶν ῥῆμα ὁ768; ἐὰν ἐξελεύσεται: 1
- πᾶν πνεῦμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ.: 1
- πᾶν ψεῦδος ἐκ τῆς ἀληθείας οὐκ ἔστι: 1
- πᾶς: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16
- πᾶς ἀλλογενὴς οὐκ ἔδεται ἀπ’ αὐτοῦ: 1
- πᾶς ἄνθρωπος οὐ δύναται: 1
- πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται: 1
- πᾶς οἶκος Ἰσραήλ: 1
- πᾶς τεχνίτης . . . οὐ μὴ εὑρεθῇ ἐν σοὶ ἔτι: 1
- πᾶσα ἡ πόλις: 1 2 3
- πᾶσα πόλις: 1
- πᾶσα προφητεία γραφῆς ἰδίας ἐπιλύσεως οὐ γίνεται.: 1
- πᾶσαν χήραν καὶ ὀρφανὸν οὐ κακώσετε: 1
- παιδίᾳ πεπαῖσθαι.: 1
- παιδεύσῃ: 1
- παιδεύσαι: 1
- παντὸς οὗ ἐὰν ἅψηται αὐτοῦ ὁ ἀκάθαρτος.: 1
- παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη: 1
- παρὰ θεοδέκτου . . . μετέλαβον ἐγώ: 1
- παρά: 1 2
- παρά.: 1
- παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος ἐν χειρὶ Φυλιστιείμ: 1
- παραγγείλας ταῖς πάσαις δυνάμεσιν: 1
- παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν: 1
- παρείλατο: 1
- παρελάβοσαν: 1
- παρετηροῦσαν: 1
- παρθένος: 1
- παριστήκει: 1
- πατάσσειν ἐν: 1
- πεδιάς τε καὶ ὀρεινή: 1
- πεινάσει: 1
- πεινάσετε, πεινάσουσι, ἐπείνασεν, ἐπείνασαν, πεινάσω : 1
- πεινάω: 1
- πεινᾶν: 1 2 3 4
- πεινᾷ: 1
- πεινᾷ . . . . . διψᾷ: 1
- πεπώκει: 1
- πεπιστεύκεισαν: 1
- πεποίθατε: 1
- πεποίθησις: 1
- πεποιήκεισαν: 1
- πεποιθότες ὦμεν: 1 2
- πεποιθὼς ἐγένου: 1
- πεποιθὼς ἔσομαι: 1
- πεποιθὼς ἔσται: 1
- πεποιθὼς ᾖς.: 1
- πεποιθεῖν: 1
- πεπρονομευμένος: 1
- περὶ τοῖν πολέοιν τούτοιν.: 1
- περιέστακας: 1
- περιεπλάκησαν: 1
- περιπατήσαισαν: 1
- περιπατῶν ἐπὶ τὴν θάλασσαν: 1
- περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης).: 1
- πεσάτω: 1
- πιάζειν: 1
- πιέζειν: 1
- πλείονα . . . παρά.: 1
- πλεοναστόν σε ποιήσει: 1
- πληθύνει ὑπὲρ ἀκρίδα: 1
- πλημμελίν, προφασίζεσθαι προφάσεις.: 1
- πλησιέστερον : 1
- πλησιαίτερον : 1
- πλοῦς: 1
- πλοῦτος, τό: 1
- πλουτήσει πλοῦτον μέγαν: 1
- πνεῦμα ἅγιον ἦν ἐπ’ αὐτόν: 1
- πνεῦμα ζωῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ εἰσήλθεν ἐν αὐτοῖς.: 1
- ποῖ: 1
- ποῦ = ποῖ: 1
- ποῦ.: 1
- ποιήσαισαν: 1
- ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα: 1
- ποιεῖν ἔλεος ἐν: 1
- ποιεῖν ἔλεος μετά: 1
- ποιμαίνων ἦν: 1
- πολὺν ὑπὲρ τὸν πρότερον: 1
- πολεμεῖν ἐν: 1
- πονεῖν, φθονεῖν, φορεῖν: 1
- πορεύθητι καὶ ὄφθητι τῷἈχαάβ: 1
- πορευθῆναι ἐν Ῥάγοις: 1
- πορευθῶμεν εἰς Δωθάειμ . . . καὶ εὗρεν αὐτοὺς εἰς Δωθάειμ.: 1
- πορθηταὶ γὰρ ἦσαν καὶ ἐπιθυμηταὶ κατὰ σπάνιν γῆς.: 1
- ποτὲ μὲν οὕτος: 1
- πρέπει: 1
- πρέπον ἐστί: 1
- πρὸ τῆς ἐχθὲς καὶ πρὸ τῆς τρίτης: 1
- πρὸ τῆς ἐχθὲς καὶ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας: 1
- πρὸ τῆς ἐχθὲς καὶ τρίτης : 1
- πρὸ τῆς ἐχθὲς οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης: 1
- πρὸ τῆς ἐχθὲς οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας: 1
- πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν υἱῶ Ἰσραήλ.: 1
- πρόβα: 1
- πρόιδον: 1
- πρός: 1 2
- προέκοπτον . . . ὑπὲρ πολλούς.: 1
- προίῃ: 1
- προίεσαι: 1
- προεφήτεύσαμεν: 1
- προεφήτευον: 1
- προεφήτευσαν: 1
- προεφήτευσε: 1
- προεφήτευσεν: 1
- προνομεύειν: 1
- προσέθεντο ἔτι μισεῖν: 1
- προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν: 1
- προσέχειν εἰς: 1
- προσέχετε ἑαὐτοῖς.: 1
- προσευχῇ προσηύξατο: 1
- προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι: 1
- προσοχθίζειν ἀπό: 1
- προστίθεσθαι: 1
- προστιθέναι: 1 2
- προφήτης: 1
- προφητεύειν: 1
- πυρσεύσαισαν: 1
- ρ: 1 2 3
- σ: 1 2 3 4 5 6 7 8 9
- σὺ δὲ δεδιὼς ἄν... τὴν ἑαὐτοῦ σκιάν.: 1
- σὺ δὲ τήρησον τὸν νόμον . . . ἵνα σοι καλῶς ἦν.: 1
- σύγκρισις, συγγενία.: 1
- σύν: 1 2 3
- σύνιε: 1
- σύστεμα: 1
- σώσω αὐτοὺς ἐν κυρίῳ Θεῷ αὐτῶν, καὶ οὐ σώσω αὐτοὺς ἐν τόξῳ οὐδὲ ἐν ῥομφαίᾳ οὐδὲ ἐν πολέμῳ οὐδὲ ἐν ἵπποις οὐδὲ ἐν ἱππεῦσιν.: 1
- σα: 1
- σαββατίζειν: 1
- σαι: 1 2 3
- σαν: 1
- σεῦα: 1
- σιγηρός : 1
- σκότος, τό: 1
- σκεδάννυμι: 1
- σκεδῶ,: 1
- σκνίψ: 1
- σκνιπ-.: 1
- σκυθρωπὰ παρὰ τὰ παιδάρια τὰ συνήλικα ὑμῶν: 1
- σοφωτέρους δεκαπλασίως ὑπὲρ τοὺς σοφιστάς.: 1
- σπάω: 1
- σπείρας: 1
- σπείρης: 1 2 3
- στένων καὶ τρέμων ἔσῃ: 1
- στήκει: 1 2
- στήκειν: 1
- στήκετε: 1 2 3
- στήκητε: 1
- στήκω: 1
- στρατηγός: 1 2 3
- στρατηγοί: 1
- στρατηγοί : 1 2
- συκῆν μίαν, : 1
- συλλογίζειν: 1
- συμβήσεται: 1
- συμβῇ: 1
- συμβιβάσω: 1
- συμψέλιον: 1
- συνήντησαν δὲ . . . ἐρχομένοις . . . ἐκπορευομένων αὐτῶν.: 1
- συνίει: 1 2
- συνίειν: 1
- συνίεις: 1
- συνίουσιν: 1
- συνίω: 1
- συνίων: 1 2 3
- συνανέβαινον: 1
- συνβιβασάτω: 1
- συνετίζειν: 1
- συνεφρύγησαν: 1
- συνιέναι εἰς: 1
- συνιέντας: 1
- συνιόντας: 1
- συνιόντος: 1
- συνιόντων: 1
- συνιών: 1
- συνιῶν: 1
- συνιείς: 1
- συνιεῖν: 1 2 3
- συνιοῦσι: 1
- συνιοῦσιν: 1
- συνιστάνειν: 1
- συνιστῶν: 1
- συνιστῶντες: 1
- συντελέσει: 1
- συντελέσεις: 1
- συντελέσετε: 1
- συντελέσουσιν: 1
- συντελέσω: 1
- σφόδρα σφόδρα : 1
- σφόδρα σφοδρῶς : 1
- τὰ ἐλέη: 1
- τὰ ἥμισυ: 1
- τὰ ὄρη: 1
- τὰ γὰρ πάντα ἀγαθὰ Αἰγύπτου ὑμῖν ἔσται: 1
- τὰ δὲ κύκλῳ τῆς κώμης.: 1
- τὰ τέκνα, ὑπακούετε.: 1
- τὰς ἡμίσεις τῶν ἁμαρτιῶν: 1
- τὰς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων: 1
- τὰς περιοίκους (πόλεις): 1
- τέσσαρες: 1
- τέσσαρες καὶ δέκα: 1
- τὴν ἅλωνα: 1 2
- τὴν Ἄνναν ἠγάπα Ἐλκανὰ ὑπὲρ ταύτην: 1
- τὴν ὁδόν μου, η§ν νῦν ἐγὼ πορεύομαι ἐπ’ αὐτήν.: 1
- τὴν ὑπ’ οὐρανόν: 1
- τὴν αὔριον: 1
- τὴν γῆν εἰς ἣ ὑμεῖς κατοικεῖτε.: 1
- τὴν γῆν η§ν ὑμεῖς ἀπέστητε ἀπ’ αὐτῆς: 1
- τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε: 1
- τὴν πλεονεζίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρεία: 1
- τὴν πρὸς θάνατον (ὁδόν): 1
- τὴν σύμπασαν (γῆν): 1
- τί ἐμοὶ καὶ σοί, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ: 1
- τί παρόντες εἴημεν: 1
- τί ποιοῦμεν;: 1
- τίς ἡ γῆ εἰς ἣν οὗτοι ἐνκάθηνται ἐπ’ αὐτῆς . . . τίνες αἱ πόλεις εἰς ἃ οὗτοι κατοικοῦσιν ἐν αὐταῖς: 1
- τὸ ἔθνος, ᾧ ἐὰν δουλεύσουσι: 1
- τὸ ἥμισυ: 1
- τὸ ἥμισυ αὐτῆς: 1
- τὸ ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων: 1
- τὸ ἥμισυ τοῦ αἵματος: 1
- τὸ ἥμισυ τοῦ σίκλου: 1
- τὸ ἥμισυ φυλῆς Μανασσή : 1
- τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι: 1
- τὸ κατ’ ἐνιαυτὸν ἐνιαὐτῷ : 1
- τὸ κατ’ ἐνιαυτὸν ἐνιαυτόν : 1
- τὸ πᾶν τῆς Ἰουδαίας . . . γένος: 1
- τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον . . . ἔξελθε: 1
- τὸ πρωὶ πρωί : 1
- τὸ τῶν ἑπτὰ σταδίων ἀνάχωμα τῆς θαλάσσης: 1
- τὸν ἅλωνα: 1
- τὸν Κύριον: 1
- τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην· οἵτινες καταβάντες κτλ: 1
- τὸν θλιμμὸν ὃν οἱ Αἰγύπτιοι θλίβουσιν αὐτούς.: 1
- τὸν νόμον μου φυλάξεσθε: 1
- τῆς ἅλωος: 1
- τῆς ἵππου: 1
- τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανόν: 1
- τῆς ὑπ’ οὐρανόν: 1
- τῆς γῆς ἣν κατεσκέψαντο αὐτήν.: 1
- τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε: 1
- τῆς λογίας τῆς εἰς τοὺς ἁγίους: 1
- τῆς πλατείας: 1
- τῇ ἅλωνι: 1
- τῇ ἐλευθερίᾳ ἡμᾶς Χριστὸς ἠλευθέρωσε.: 1
- τῇ ὑπ’ οὐρανόν: 1
- τῇ γῇ ᾗ συ παρῴκησας ἐν αὐτῇ: 1
- τῇ μαχαίρῃ.: 1
- τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ αὐτοῦ μηνός.: 1
- τῇ πατρίῳ (γλώσσῃ): 1
- τῦφος, τό: 1
- τῶν ὑπαρχόντων: 1
- τῶν δὲ βασιλείων μέρος ἐστι καὶ τὸ Μουσεῖον, ἔχον περίπατον καὶ ἐξέδραν καὶ οἶκον μέγαν, ἐν ᾧ το σψσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ Μουσείου φιλολόγων ἀνδρῶν.: 1
- τῶν δύο ὀφθαλμῶν.: 1
- τῶν συνιέντων: 1
- τῷ ἑπτασταδίῳ καλουμένῳ χώματι.: 1
- τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ.: 1
- ταύτην: 1
- ταμεῖον : 1
- ταμιεῖον: 1
- τελεῖν: 1
- τεσσαρεσκαίδεκα: 1 2
- τεσσαρεσκαίδεκα (τριήρεας): 1
- τεσσεράκοντα: 1
- τετρακοσίας νεάνιδας παρθένους, αἵτινες οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα.: 1
- τεχνῖτις: 1
- τιθέναι: 1
- τιθέω: 1 2
- το ἀκουστὸν γενέσθαι: 1
- τοὺς κυάθους, οἷς σπείσεις ἐν αὐτοῖς: 1
- τούτου χάριν ἀπέλιπον σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ.: 1
- τοῖς ἡμίσεσι τῶν ἱππέων.: 1
- τοῖς δὲ πᾶσι σαφὲς ἐγένετο: 1
- τοῖς δυσὶ σημείοις τούτοις.: 1
- τοῖς πᾶσι . . . πολίταις.: 1
- τοῦ: 1
- τοῦ δὲ βασιλέως ἐπερωτήσαντος τὸν Ἡλιόδωρον, ποῖός τις εἴη ἐπιτήσειος: 1
- τοῦ δὲ μὴ ἔχοντος, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ.: 1
- τοῦ καταφανὲς γενέσθαι: 1
- τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν: 1
- τρίβος, οὐκ ἔγνω αὐτὴν πετεινόν: 1
- τρεῖς καὶ δέκα, τρισκαίδεκα: 1
- υἱοὺς τεσσαρεσκαίδεκα: 1
- φάγῃ: 1
- φάγεσαι: 1 2
- φάγεσαι καὶ πίεσαι σύ: 1
- φύσει . . . πεφυκότα: 1
- φύσει . . . πεφυκυῖαν: 1
- φαν-, ἔφηνα: 1
- φείδεσθαι ἐπί: 1
- φεύγων φυγε῀ι τὸ γῆρας: 1
- φοβεῖσθαι ἀπό: 1
- φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτός: 1
- φυλάκισσα: 1
- φυλάξεις . . . ἵνα ποιήσεις.: 1
- φυλάσσεσθαι ἀπό: 1
- φυσιοῦσθε: 1
- φωνὴν μίαν, : 1
- φωναὶ . . . λέγοντες: 1
- χάλκειος, -α, -ον, : 1
- χάρις δὲ τῷ Θεῷ τῷ διδόντι τὴν αὐτὴν σπουδὴν ὑπὲρ ὑμῶν ἐν τῇ καρδίᾳ Τίτου.: 1
- χέω: 1 2
- χύμα: 1
- χώρα: 1
- χαλάω: 1
- χαλεπώτερον παρὰ πάντα τὰ θήρια.: 1
- χαλκίοις: 1
- χαλκείοις: 1
- χαλκοῦς, χαλκῆ, χαλκοῦν, : 1
- χαρᾷ χαίρει: 1
- χείμαρρος: 1
- χειμάρρους.: 1
- χθὲς ὥραν ἑβδόμην ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ πυρετός.: 1
- χιλίους ἐκ φυλῆς, χιλίους ἐκ φυλῆς : 1
- χρίσεις τὸνἈζαὴλ εἰς βασιλέα: 1
- χρύσεος: 1
- ψαλῶ, σπερεῖς, τεμεῖς, ῥανεῖ.: 1
- ψηλαφήσαισαν: 1
- ψωμίσουσι: 1
- ψωμιοῦσιν: 1
- ω: 1
- (οὐ, μή, μηδέ, οὐ μή: 1
- -άζειν: 1 2
- -ίζειν: 1
- -ῃ. : 1
- -α: 1 2 3
- -αῖος: 1
- -εῖα: 1
- -εν: 1
- -ης: 1
- -ια: 1
- -ιζω: 1
- -μα: 1
- -ν: 1
- -σαν: 1 2 3 4 5 6
- -φ: 1
- -ω: 1
- . Ἀδελφός: 1
- . Ἐκέρδανα: 1
- . Ἐτίθη: 1
- . Θ: 1
- .ἐλεᾶν: 1
- .) ἐξ Ὠβώθ, καί παρενέβαλον ἐν Χαλγαεί: 1
- .), ἐφάγοσαν, ἐφύγοσαν, ἤλθοσαν, ἡμάρτοσαν, ἤροσαν: 1
- 1 προσέθηκε δὲ τεσσαρεσκαίδεκα ἔθνη: 1
- 18 ἐξαγαγεῖν τὸν σκνῖφα: 1
- 18 εἰ γὰρ . . . ἀποκτείνῃ: 1
- 25 οὐαὶ ὑμῖν, οἱ ἐμπεπλησμένοι νῦν: 1
- 26 ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ Βάαλ.: 1
- 28 οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν . . . ἔσται ὑμῶν δοῦλος: 1
- 3 ἐὰν . . . εἰρηνεύετε: 1
- 45 οὐκ ἔσεσθε ὡς οἱ ὑποκριταί,: 1
VIEWNAME is
workSection